κλωποπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_4)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλωποπάτωρ''': ᾰ, ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἀγνώστου πατρὸς καταγόμενος, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21 (Ἰακώψιος κλοπο-).
|lstext='''κλωποπάτωρ''': ᾰ, ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἀγνώστου πατρὸς καταγόμενος, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21 (Ἰακώψιος κλοπο-).
}}
{{grml
|mltxt=[[κλωποπάτωρ]], -[[ορός]] ὁ (Α)<br />[[παιδί]] του οποίου ο [[πατέρας]] [[είναι]] [[κλέφτης]] ή [[παιδί]] άγνωστου [[πατέρα]], νόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλώψ]], <span style="color: red;">+</span> -<i>πός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βροντοκέραυνο</i>-[[πάτωρ]], <i>χρυσο</i>-[[πάτωρ]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωποπάτωρ Medium diacritics: κλωποπάτωρ Low diacritics: κλωποπάτωρ Capitals: ΚΛΩΠΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: klōpopátōr Transliteration B: klōpopatōr Transliteration C: klopopator Beta Code: klwpopa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ,

   A son of a thief (i.e. Hermes), Theoc. Syrinx15.

German (Pape)

[Seite 1458] ορος, ὁ, Theocr. syrinx (XV, 21), durch κλεπ τοτόκος erkl., neben ἀπάτωρ, von unbekanntem Vater.

Greek (Liddell-Scott)

κλωποπάτωρ: ᾰ, ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἀγνώστου πατρὸς καταγόμενος, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21 (Ἰακώψιος κλοπο-).

Greek Monolingual

κλωποπάτωρ, -ορός ὁ (Α)
παιδί του οποίου ο πατέρας είναι κλέφτης ή παιδί άγνωστου πατέρα, νόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, + -πός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. βροντοκέραυνο-πάτωρ, χρυσο-πάτωρ.