κλωποπάτωρ
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, son of a thief (i.e. Hermes), Theoc. Syrinx15.
German (Pape)
[Seite 1458] ορος, ὁ, Theocr. syrinx (XV, 21), durch κλεπ τοτόκος erkl., neben ἀπάτωρ, von unbekanntem Vater.
Russian (Dvoretsky)
κλωποπάτωρ: ορος ὁ сын неизвестного отца Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κλωποπάτωρ: ᾰ, ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἀγνώστου πατρὸς καταγόμενος, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21 (Ἰακώψιος κλοπο-).
Greek Monolingual
κλωποπάτωρ, -ορός ὁ (Α)
παιδί του οποίου ο πατέρας είναι κλέφτης ή παιδί άγνωστου πατέρα, νόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, + -πός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. βροντοκέραυνοπάτωρ, χρυσοπάτωρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλωποπάτωρ -ορος, ὁ [κλώψ, πατήρ] zoon van een diefachtige vader (Hermes).