καυσία: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καυσία''': ἐλαφρὸς καὶ εὐρὺν ἔχων γῦρον [[πῖλος]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Μακεδόσι πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν καυστικῶν τοῦ ἡλίου ἀκτίνων ([[καῦσις]]), Μένανδρ. ἐν «Μισογ.» 11, Πολύβ. 4. 4, 5, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, Ἀνθ. Π. 6. 335· πρβλ. Sturz εἰς Διαλ. Μακ. 41, Βεκκῆρον εἰς Χαρικλ. 443· «[[εἶδος]] πίλου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς (ὡς καὶ [[τιάρα]]), σκέπουσά τε ἀπὸ καύσωνος καὶ ὡς εἰς περικεφαλαίαν συντελοῦσά τι» Λεξικ. Ρητορ. σ. 269, 19· «[[καυσία]]· [[πῖλος]] [[πλατύς]], ὃν οἱ Μακεδονικοὶ βασιλεῖς ἐφόρουν λευκὸν αὐτῷ [[διάδημα]] περιειλοῦντες» Εὐστάθ. 1398. 3˙ «[[καυσία]]· εὔκολον [[ὅπλον]] Μακεδονικὸν καὶ [[σκέπας]] ἐν νιφετῷ καὶ [[κόρυς]] ἐν πολέμῳ» Ἀνθ. Π. 6. 335· συνάπτεται συχνὰ [[μετὰ]] τῆς χλαμύδος, ἥτις [[ἐπίσης]] ἦτο τῶν Μακεδόνων, Ἀθήν. 537F, 536A· χλαμὺς καὶ κ. διαδηματοφόρος Πλουτ. Ἀντών. 54, Ἠθ. 760Β. | |lstext='''καυσία''': ἐλαφρὸς καὶ εὐρὺν ἔχων γῦρον [[πῖλος]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Μακεδόσι πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν καυστικῶν τοῦ ἡλίου ἀκτίνων ([[καῦσις]]), Μένανδρ. ἐν «Μισογ.» 11, Πολύβ. 4. 4, 5, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, Ἀνθ. Π. 6. 335· πρβλ. Sturz εἰς Διαλ. Μακ. 41, Βεκκῆρον εἰς Χαρικλ. 443· «[[εἶδος]] πίλου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς (ὡς καὶ [[τιάρα]]), σκέπουσά τε ἀπὸ καύσωνος καὶ ὡς εἰς περικεφαλαίαν συντελοῦσά τι» Λεξικ. Ρητορ. σ. 269, 19· «[[καυσία]]· [[πῖλος]] [[πλατύς]], ὃν οἱ Μακεδονικοὶ βασιλεῖς ἐφόρουν λευκὸν αὐτῷ [[διάδημα]] περιειλοῦντες» Εὐστάθ. 1398. 3˙ «[[καυσία]]· εὔκολον [[ὅπλον]] Μακεδονικὸν καὶ [[σκέπας]] ἐν νιφετῷ καὶ [[κόρυς]] ἐν πολέμῳ» Ἀνθ. Π. 6. 335· συνάπτεται συχνὰ [[μετὰ]] τῆς χλαμύδος, ἥτις [[ἐπίσης]] ἦτο τῶν Μακεδόνων, Ἀθήν. 537F, 536A· χλαμὺς καὶ κ. διαδηματοφόρος Πλουτ. Ἀντών. 54, Ἠθ. 760Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />chapeau macédonien à larges bords pour garantir du soleil.<br />'''Étymologie:''' [[καίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, felt hat used by the Macedonians, forming part of the regalia of their kings, Men.331, Duris 14 J., Ephipp. (FGrH 126) 5 J., Nearch.28 J., Plb.4.4.5, AP6.335 (Antip. Thess.), Plu.Ant.54, Arr. An.7.22.2, Hdn.4.8.2.
German (Pape)
[Seite 1408] ἡ, ein weißer macedonischer Hut mit breiten Krempen, gegen die Sonnenhitze (καῦσις); Antip. Th. 10 (VI, 335) nennt ihn Μακεδόσιν εὔκολον ὅπλον καὶ σκέπας ἐν νιφετῷ καὶ κόρυς ἐν πολέμῳ; Pol. 4, 4, 5 Plut. Ant. 54 u. öfter; Poll. 10, 162.
Greek (Liddell-Scott)
καυσία: ἐλαφρὸς καὶ εὐρὺν ἔχων γῦρον πῖλος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Μακεδόσι πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν καυστικῶν τοῦ ἡλίου ἀκτίνων (καῦσις), Μένανδρ. ἐν «Μισογ.» 11, Πολύβ. 4. 4, 5, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, Ἀνθ. Π. 6. 335· πρβλ. Sturz εἰς Διαλ. Μακ. 41, Βεκκῆρον εἰς Χαρικλ. 443· «εἶδος πίλου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς (ὡς καὶ τιάρα), σκέπουσά τε ἀπὸ καύσωνος καὶ ὡς εἰς περικεφαλαίαν συντελοῦσά τι» Λεξικ. Ρητορ. σ. 269, 19· «καυσία· πῖλος πλατύς, ὃν οἱ Μακεδονικοὶ βασιλεῖς ἐφόρουν λευκὸν αὐτῷ διάδημα περιειλοῦντες» Εὐστάθ. 1398. 3˙ «καυσία· εὔκολον ὅπλον Μακεδονικὸν καὶ σκέπας ἐν νιφετῷ καὶ κόρυς ἐν πολέμῳ» Ἀνθ. Π. 6. 335· συνάπτεται συχνὰ μετὰ τῆς χλαμύδος, ἥτις ἐπίσης ἦτο τῶν Μακεδόνων, Ἀθήν. 537F, 536A· χλαμὺς καὶ κ. διαδηματοφόρος Πλουτ. Ἀντών. 54, Ἠθ. 760Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chapeau macédonien à larges bords pour garantir du soleil.
Étymologie: καίω.