ἑδνωτής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑδνωτής''': Ἐπ. ἐεδνωτής, οῦ, [[προικοδότης]], [[ἐπεὶ]] οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοὶ εἰμὲν Ἰλ. Ν. 382.
|lstext='''ἑδνωτής''': Ἐπ. ἐεδνωτής, οῦ, [[προικοδότης]], [[ἐπεὶ]] οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοὶ εἰμὲν Ἰλ. Ν. 382.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>épq.</i> [[ἐεδνωτής]];<br />qui dote sa fille ; beau-père.<br />'''Étymologie:''' [[ἕδνον]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑδνωτής Medium diacritics: ἑδνωτής Low diacritics: εδνωτής Capitals: ΕΔΝΩΤΗΣ
Transliteration A: hednōtḗs Transliteration B: hednōtēs Transliteration C: ednotis Beta Code: e(dnwth/s

English (LSJ)

Ep. ἐεδν-, οῦ, ὁ,

   A father who portions a bride, οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοί εἰμεν Il.13.382.

German (Pape)

[Seite 716] ὁ, der Verwandte der Braut, der Schwager, Schwäher; bei Hom. einmal, in der Form ἐεδνωταί, oder mit spir. asp. ἑεδνωταί, Iliad. 13, 382, ἀλλ' ἕπευ, ὄφρ' ἐπὶ νηυσὶ συνώμεθα ποντοπόροισιν ἀμφὶ γάμῳ, ἐπεὶ οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοί εἰμεν; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστῆρες· ἑεδνωταὶ δὲ κηδεσταί, πενθεροί· οὗτοι γὰρ τὰ ἕδνα παρὰ τῶν μνηστευομένων (von den worbenden Männern) ἐνεδέχοντο; Friedlaender hält die Erklärung von ἑεδνωταί nicht für Aristoniceisch, sondern nur den ersten Satz, ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστῆρες; vgl. vs. 366 ᾔτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Κασσάνδρην ἀνάεδνον und daselbst Scholl. Aristonic. Wie Herodian. Scholl. Iliad. 13, 382 und 5, 158 richtig bemerkt, ist das Wort von ἑδνόω, ἐεδνόω (ἑεδνόω) gebildet, Odyss. 2, 53 ἐεδνώσαιτο θύγατρα. Vgl. ἑδνόω, ἕδνον, ἀναεδνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδνωτής: Ἐπ. ἐεδνωτής, οῦ, προικοδότης, ἐπεὶ οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοὶ εἰμὲν Ἰλ. Ν. 382.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
épq. ἐεδνωτής;
qui dote sa fille ; beau-père.
Étymologie: ἕδνον.