ἤλιθα: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἤλῐθα''': ἐπίρρ., ([[ἅλις]]) ἱκανῶς, [[ἀρκούντως]], Λατ. satis multum, ληΐδα... συνελάσσαμεν [[ἤλιθα]] πολλὴν Ἰλ. Λ. 677∙ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε [[ἤλιθα]] πολλὴ Ε. 483, Ι. 330, Ξ. 215, Τ. 443∙ παρὰ πολύ, εἰς ὑπερβολήν, ἢ [[ἴσως]] [[μᾶλλον]] ὡς τὸ ἀθρόως, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 342, Δ. 177, 1265. ΙΙ. ([[ἠλεὸς]]) ματαίως, ὡς τὸ [[μάτην]], Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 124, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 283 (= [[μάτην]] ἐν 281)∙ πρβλ. [[ἠλίθιος]]. | |lstext='''ἤλῐθα''': ἐπίρρ., ([[ἅλις]]) ἱκανῶς, [[ἀρκούντως]], Λατ. satis multum, ληΐδα... συνελάσσαμεν [[ἤλιθα]] πολλὴν Ἰλ. Λ. 677∙ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε [[ἤλιθα]] πολλὴ Ε. 483, Ι. 330, Ξ. 215, Τ. 443∙ παρὰ πολύ, εἰς ὑπερβολήν, ἢ [[ἴσως]] [[μᾶλλον]] ὡς τὸ ἀθρόως, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 342, Δ. 177, 1265. ΙΙ. ([[ἠλεὸς]]) ματαίως, ὡς τὸ [[μάτην]], Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 124, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 283 (= [[μάτην]] ἐν 281)∙ πρβλ. [[ἠλίθιος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />démesurément : ληΐδα [[ἤλιθα]] πολλήν IL un immense butin.<br />'''Étymologie:''' cf. *[[ἠλός]], [[ἠλίθιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A very much, exceedingly, ληΐδα . . συνελάσσαμεν ἤ. πολλήν Il.11.677, cf. Od.5.483; ἄστρα ἤ. μυρία Man.2.3; καθαρὴν γλάγεος πόσιν ἤ. πίνειν Nic.Al.423, cf. A.R.3.342 (expl. by Sch. as,= ἀθρόως), 4.177,1265. II in vain, to no purpose, Call.Lav.Pall.124, A.R. 2.283; ἔβρασεν ἤ. νηδὺς πνεύματα Nic.Al.25, cf. 140. (Prob. connected with ἠλεός in both uses.)
German (Pape)
[Seite 1161] 1) (vgl. ἅλις) hinlänglich, hinreichend, bei Hom. immer mit πολύς verbunden, ληΐδα ἤλιθα πολλήν Il. 11, 677, vgl. Od. 9, 330. 14, 215, hinlänglich viel, sehr viel; ἤλιθα μυρία Man. 2, 3; VLL. erkl. ἀθρόως, δαψιλῶς; so auch von der Zeit, auf einmal, Ap. Rh. 3, 342. – 21 (mit ἠλός, ἠλεός, ἠλίθιος zusammenhangend) vergeblich, umsonst; γνωσεῖται δ' ὄρνιθας, ὃς αἴσιος, οἵ τε πέτονται ἤλιθα Callim. lav. Pall. 124; vgl. Ap. Rh. 2, 283; Hesych. erkl. μάτην.
Greek (Liddell-Scott)
ἤλῐθα: ἐπίρρ., (ἅλις) ἱκανῶς, ἀρκούντως, Λατ. satis multum, ληΐδα... συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλὴν Ἰλ. Λ. 677∙ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἤλιθα πολλὴ Ε. 483, Ι. 330, Ξ. 215, Τ. 443∙ παρὰ πολύ, εἰς ὑπερβολήν, ἢ ἴσως μᾶλλον ὡς τὸ ἀθρόως, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 342, Δ. 177, 1265. ΙΙ. (ἠλεὸς) ματαίως, ὡς τὸ μάτην, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 124, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 283 (= μάτην ἐν 281)∙ πρβλ. ἠλίθιος.
French (Bailly abrégé)
adv.
démesurément : ληΐδα ἤλιθα πολλήν IL un immense butin.
Étymologie: cf. *ἠλός, ἠλίθιος.