ἄφεσις: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄφεσις''': -εως, ἡ, ([[ἀφίημι]]) τὸ ἀφιέναι, ἀπολύειν, [[ἀπόλυσις]], περὶ τῆς τῶν πλοίων ἀφέσεως, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 3· ἐπὶ αἰχμαλώτου ἢ δούλου, Πλάτ. Πολιτ. 273C. 2) [[μετὰ]] γεν., περὶ τῆς ἀφέσεως... φόνου, περὶ τῆς ἀθῳώσεως ἀπὸ κατηγορίας φόνου, Πλάτ. Νόμ. 869D· ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τῶν ὑποχρεώσεων συμβολαίου, Δημ. 893. 13., 1114. 8: ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀπόδοσις]] χρημάτων, Ἰσοκρ. 364D· [[ἀπαλλαγή]] ἀπὸ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, Πλουτ. Ἀγησ. 24. 3) χαλάρωσις, [[ἐξάντλησις]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085. 4) [[ἀπόλυσις]], [[διάζευξις]], διαζύγιον, Πλουτ. Πομπ. 44· 5) ἡ [[ἄφεσις]], τὸ ξεκίνημα (Λατ. missio) ἵππων ἐκ τῆς βαλβῖδος, ἵππων ἀφ. ποιεῖν Διόδ., 4. 73· καὶ [[ἑπομένως]] αὐτὴ ἡ [[βαλβίς]], ἰσώσας τἀφέσει ([[οὕτως]] ὁ Musgr. ἀντὶ τῇ φύσει) τὰ τέρματα, ἰσώσας τῇ ἀφέσει τὸ [[τέρμα]], δηλ. συμπληρώσας τὸν δίαυλον καὶ ἐπανελθών εἰς τὴν ὕσπληγγα, Σοφ. Ἠλ. 686, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 339, Παυσ. 5. 15, 4., 6. 20, 7, καὶ ἴδε [[ἀφετήριος]] 2: ― μεταφ., ἡ πρώτη [[ὁρμή]], ἀρχὴ πράγματός τινος, Μανέθων 3. 405, κτλ. 6) [[ἔκχυσις]], τοῦ ὕδατος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 26· τοῦ θοροῦ, τοῦ ᾠοῦ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 6. 10· τοῦ κυήματος ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 7· ἡ [[γέννησις]] πώλου, [[αὐτόθι]] 6. 22, 8. 7) = [[ἀφεσμός]], [[αὐτόθι]] 9. 40, 25. | |lstext='''ἄφεσις''': -εως, ἡ, ([[ἀφίημι]]) τὸ ἀφιέναι, ἀπολύειν, [[ἀπόλυσις]], περὶ τῆς τῶν πλοίων ἀφέσεως, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 3· ἐπὶ αἰχμαλώτου ἢ δούλου, Πλάτ. Πολιτ. 273C. 2) [[μετὰ]] γεν., περὶ τῆς ἀφέσεως... φόνου, περὶ τῆς ἀθῳώσεως ἀπὸ κατηγορίας φόνου, Πλάτ. Νόμ. 869D· ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τῶν ὑποχρεώσεων συμβολαίου, Δημ. 893. 13., 1114. 8: ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀπόδοσις]] χρημάτων, Ἰσοκρ. 364D· [[ἀπαλλαγή]] ἀπὸ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, Πλουτ. Ἀγησ. 24. 3) χαλάρωσις, [[ἐξάντλησις]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085. 4) [[ἀπόλυσις]], [[διάζευξις]], διαζύγιον, Πλουτ. Πομπ. 44· 5) ἡ [[ἄφεσις]], τὸ ξεκίνημα (Λατ. missio) ἵππων ἐκ τῆς βαλβῖδος, ἵππων ἀφ. ποιεῖν Διόδ., 4. 73· καὶ [[ἑπομένως]] αὐτὴ ἡ [[βαλβίς]], ἰσώσας τἀφέσει ([[οὕτως]] ὁ Musgr. ἀντὶ τῇ φύσει) τὰ τέρματα, ἰσώσας τῇ ἀφέσει τὸ [[τέρμα]], δηλ. συμπληρώσας τὸν δίαυλον καὶ ἐπανελθών εἰς τὴν ὕσπληγγα, Σοφ. Ἠλ. 686, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 339, Παυσ. 5. 15, 4., 6. 20, 7, καὶ ἴδε [[ἀφετήριος]] 2: ― μεταφ., ἡ πρώτη [[ὁρμή]], ἀρχὴ πράγματός τινος, Μανέθων 3. 405, κτλ. 6) [[ἔκχυσις]], τοῦ ὕδατος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 26· τοῦ θοροῦ, τοῦ ᾠοῦ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 6. 10· τοῦ κυήματος ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 7· ἡ [[γέννησις]] πώλου, [[αὐτόθι]] 6. 22, 8. 7) = [[ἀφεσμός]], [[αὐτόθι]] 9. 40, 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>litt.</i> action de laisser aller, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> envoi (de vaisseaux);<br /><b>II.</b> action de congédier :<br /><b>1</b> renvoi, licenciement;<br /><b>2</b> répudiation d’une femme;<br /><b>3</b> décharge du service militaire ; remise d’une dette.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφίημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀφίημι)
A letting go, release, περὶ τῆς τῶν πλοίων ἀφέσεως Philipp. ap. D.18.77, cf. Pl.Plt.273c; καρπῶν PAmh.2.43.9 (ii B. C.); γῆ ἐν ἀφέσει land in private hands, opp. βασιλική, PTeb. 5.37 (ii B. C.), etc. b of persons, dismissal: in ritual, λαοῖς ἄ. Apul.Met.11.17; release, Plb.1.79.12, IG2.314.21, Ev.Luc.4.18. 2 c. gen., ἀ. φόνου quittance from murder, Pl.Lg.869d: so abs., Hermog.Stat.8; discharge from a bond, D.33.3; ἄ. ἐναντίον μαρτύρων ποιήσασθαι Id.45.41; opp. ἀπόδοσις χρημάτων, Isoc.17.29; exemption from attendance, leave of absence, Arist.Ath.30.6; ἀ. τῆς στρατείας exemption from service, Plu.Ages.24; remission of a debt, ταλάντου Michel1340B7 (Cnidus, ii B. C.); χρημάτων IPE12.32B70 (Olbia, iii B. C.); sc. καταδίκης, Inscr.Magn.93c16. b forgiveness, Ev. Marc.3.29; ἁμαρτιῶν Ev.Matt.26.28. 3 relaxation, exhaustion, Hp.Epid.3.6. 4 divorce, τινὶ πέμπειν Plu.Pomp.42. 5 starting of horses in a race, ἵππων ἄ. ποιεῖν D.S.4.73: hence, starting-post itself, ἰσώσας τἀφέσει (Musgr. for τῇ φύσει) τὰ τέρματα having made the winning-post one with the starting-post, i.e. having completed the δίαυλος and come back to the starting-post, dub. cj. in S.El.686, cf. Paus.5.15.5, 6.20.9: metaph., the first start, beginning of anything, Man.3.405, etc. 6 discharge, emission, ὕδατος Arist.PA 697a24; βέλους D.S.17.41; τοῦ θοροῦ, τοῦ ᾠοῦ Arist.GA756a12; τοῦ κυήματος Id.HA608a1; the dropping of a foal, ib.576a25. b discharge, release of an engine, Ph.Bel.58.24. 7 = ἀφεσμός, Arist.HA 625a20 (pl.). 8 release, ὕδατος PPetr.2p.34 (iii B. C.): hence, in concrete sense, conduit, sluice, ib.3p.88, PFlor.388.44 (iii A. D.): pl., ἀφέσεις θαλάσσης channels, LXX 2 Ki.22.16. 9 Astrol., reckoning of the vital quadrant, Ptol.Tetr.127, cf. Vett.Val.136.2 (but ἀπὸ Λέοντος τὴν ἄφεσιν ποιούμενοι, simply, starting from... Id.31.8).
German (Pape)
[Seite 409] ἡ. 1) das Entlassen, die Loslassung, πλοίων Dem. 18, 77; eines Gefangenen, Pol. 1, 79 u. öfter; das Abschießen eines Geschosses. 27, 9; die Entlassung der Frau, Ehescheidung, Plut. Pomp. 44; das Loslassen eines Rennpferdes aus den Schranken und diese selbst, Paus. 6, 20, 7; Poll. 3, 147; Eröffnung der Schranken; von einer Stute, das Fohlen, Arist. H. A. 6, 22. – 2) das Erlassen einer Schuld od. Strafe, φόνου Plat. Legg. IX, 869 d; ὀφλήματος καὶ τάξεως Dem. 24, 45. – 3) = folgdm, Arist. H. A. 9, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφεσις: -εως, ἡ, (ἀφίημι) τὸ ἀφιέναι, ἀπολύειν, ἀπόλυσις, περὶ τῆς τῶν πλοίων ἀφέσεως, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 3· ἐπὶ αἰχμαλώτου ἢ δούλου, Πλάτ. Πολιτ. 273C. 2) μετὰ γεν., περὶ τῆς ἀφέσεως... φόνου, περὶ τῆς ἀθῳώσεως ἀπὸ κατηγορίας φόνου, Πλάτ. Νόμ. 869D· ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τῶν ὑποχρεώσεων συμβολαίου, Δημ. 893. 13., 1114. 8: ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπόδοσις χρημάτων, Ἰσοκρ. 364D· ἀπαλλαγή ἀπὸ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, Πλουτ. Ἀγησ. 24. 3) χαλάρωσις, ἐξάντλησις, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085. 4) ἀπόλυσις, διάζευξις, διαζύγιον, Πλουτ. Πομπ. 44· 5) ἡ ἄφεσις, τὸ ξεκίνημα (Λατ. missio) ἵππων ἐκ τῆς βαλβῖδος, ἵππων ἀφ. ποιεῖν Διόδ., 4. 73· καὶ ἑπομένως αὐτὴ ἡ βαλβίς, ἰσώσας τἀφέσει (οὕτως ὁ Musgr. ἀντὶ τῇ φύσει) τὰ τέρματα, ἰσώσας τῇ ἀφέσει τὸ τέρμα, δηλ. συμπληρώσας τὸν δίαυλον καὶ ἐπανελθών εἰς τὴν ὕσπληγγα, Σοφ. Ἠλ. 686, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 339, Παυσ. 5. 15, 4., 6. 20, 7, καὶ ἴδε ἀφετήριος 2: ― μεταφ., ἡ πρώτη ὁρμή, ἀρχὴ πράγματός τινος, Μανέθων 3. 405, κτλ. 6) ἔκχυσις, τοῦ ὕδατος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 26· τοῦ θοροῦ, τοῦ ᾠοῦ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 6. 10· τοῦ κυήματος ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 7· ἡ γέννησις πώλου, αὐτόθι 6. 22, 8. 7) = ἀφεσμός, αὐτόθι 9. 40, 25.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
litt. action de laisser aller, d’où
I. envoi (de vaisseaux);
II. action de congédier :
1 renvoi, licenciement;
2 répudiation d’une femme;
3 décharge du service militaire ; remise d’une dette.
Étymologie: ἀφίημι.