ὀξυάκανθα: Difference between revisions
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
(6_8) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξῠάκανθα''': ἡ Mespilus pyracantha, «[[δένδρον]] ἐστὶ παραπλήσιον ἀχράδι, μικρότερον δὲ καὶ ἀκανθῶδες [[ἄγαν]]· καρπὸν δὲ φέρει μύρτῳ ἐμφερῆ, ἁδρόν, ἐρυθρόν, εὔθρυπτον, [[ἔνδοθεν]] πυρῆνα ἔχοντα, ῥῖζαν πολυσχιδῆ καὶ βαθεῖαν». Διοσκ. 1. 122· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9. 3, κτλ., ὀξυάκανθος. Νῦν ἐν Λακωνικῇ μὲν ἐφύλαξε τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]], ἐν Πάρῳ δὲ καλεῖται: «μυλκυνιὰ» κατὰ Sibth. | |lstext='''ὀξῠάκανθα''': ἡ Mespilus pyracantha, «[[δένδρον]] ἐστὶ παραπλήσιον ἀχράδι, μικρότερον δὲ καὶ ἀκανθῶδες [[ἄγαν]]· καρπὸν δὲ φέρει μύρτῳ ἐμφερῆ, ἁδρόν, ἐρυθρόν, εὔθρυπτον, [[ἔνδοθεν]] πυρῆνα ἔχοντα, ῥῖζαν πολυσχιδῆ καὶ βαθεῖαν». Διοσκ. 1. 122· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9. 3, κτλ., ὀξυάκανθος. Νῦν ἐν Λακωνικῇ μὲν ἐφύλαξε τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]], ἐν Πάρῳ δὲ καλεῖται: «μυλκυνιὰ» κατὰ Sibth. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και οξυάκανθος, η (Α [[ὀξυάκανθα]] και ὀξυάκανθος)<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄκανθα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰκ], ἡ,
A fiery thorn, Cotoneaster Pyracantha, Dsc.1.93, Gal.6.643 :—also ὀξῠ-άκανθος, Thphr.HP1.9.3,3.3.1, Gal.12.90.
German (Pape)
[Seite 351] ἡ, Spitzdorn, vielleicht der Berberitzenstrauch, Diosc. u. Theophr., der ihn auch ὀξυάκανθος nennt.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠάκανθα: ἡ Mespilus pyracantha, «δένδρον ἐστὶ παραπλήσιον ἀχράδι, μικρότερον δὲ καὶ ἀκανθῶδες ἄγαν· καρπὸν δὲ φέρει μύρτῳ ἐμφερῆ, ἁδρόν, ἐρυθρόν, εὔθρυπτον, ἔνδοθεν πυρῆνα ἔχοντα, ῥῖζαν πολυσχιδῆ καὶ βαθεῖαν». Διοσκ. 1. 122· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9. 3, κτλ., ὀξυάκανθος. Νῦν ἐν Λακωνικῇ μὲν ἐφύλαξε τὸ ἀρχαῖον ὄνομα, ἐν Πάρῳ δὲ καλεῖται: «μυλκυνιὰ» κατὰ Sibth.
Greek Monolingual
και οξυάκανθος, η (Α ὀξυάκανθα και ὀξυάκανθος)
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ἄκανθα.