θερμασία: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θερμᾰσία''': ἡ, [[θερμότης]], ζέστη, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2, κτλ.· ἡ παρ’ Ἀττ. [[λέξις]] [[εἶναι]] [[θερμότης]] (Θωμ. Μ. 441), ἀλλ΄ ἴδε Ξεν. Ἀν. 5. 8,15. | |lstext='''θερμᾰσία''': ἡ, [[θερμότης]], ζέστη, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2, κτλ.· ἡ παρ’ Ἀττ. [[λέξις]] [[εἶναι]] [[θερμότης]] (Θωμ. Μ. 441), ἀλλ΄ ἴδε Ξεν. Ἀν. 5. 8,15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />chaleur.<br />'''Étymologie:''' [[θερμαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A warmth, heat, Hp.Aph.5.63, Arist.Pr.860a19, Epicur. Ep.2p.40U., Thphr.HP8.11.7. LXXJe.28(51).39, D.S.3.34, Paus.2.34.6; heating, opp. ψῦξις, Arist.GA764b7: pl., Plu.2.128f. (The pure Att. words are θερμότης and θέρμη, Thom.Mag.p.179R., but θερμασία is used by X.An.5.8.15.)
German (Pape)
[Seite 1201] ἡ, Hitze, Arist. probl. 1, 9. 8, 19, von den Atticisten als schlecht für θερμότης verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
θερμᾰσία: ἡ, θερμότης, ζέστη, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2, κτλ.· ἡ παρ’ Ἀττ. λέξις εἶναι θερμότης (Θωμ. Μ. 441), ἀλλ΄ ἴδε Ξεν. Ἀν. 5. 8,15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: θερμαίνω.