καταστηματικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταστηματικός''': -ή, -όν, [[εὐσταθής]], [[ἀτάραχος]], ἐπὶ προσώπων, [[ἤρεμος]], βλέμματι καὶ κινήματι πρᾷος καὶ κ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2, ἀντίθετ. [[ἐκστατικός]], Σχολ. εἰς Πλάτ. Πολιτ. 131· [[ὡσαύτως]] [[μέτριος]], [[ἥσυχος]], ἡδονὴ κατ., ἡ ἐπ’ ἀναιρέσει ἀλγηδόνων καὶ [[οἷον]] [[ἀοχλησία]] Ἐπικούρ. ὅρος παρὰ Διογ. Λ. 2. 87., 10, 136· [[μέλος]] κατ. τὸ τὴν πρᾳότητα ἐπιφέρον, [[οἷον]] τὸ [[σπονδεῖον]] Walz Ρήτ. 5. 458. | |lstext='''καταστηματικός''': -ή, -όν, [[εὐσταθής]], [[ἀτάραχος]], ἐπὶ προσώπων, [[ἤρεμος]], βλέμματι καὶ κινήματι πρᾷος καὶ κ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2, ἀντίθετ. [[ἐκστατικός]], Σχολ. εἰς Πλάτ. Πολιτ. 131· [[ὡσαύτως]] [[μέτριος]], [[ἥσυχος]], ἡδονὴ κατ., ἡ ἐπ’ ἀναιρέσει ἀλγηδόνων καὶ [[οἷον]] [[ἀοχλησία]] Ἐπικούρ. ὅρος παρὰ Διογ. Λ. 2. 87., 10, 136· [[μέλος]] κατ. τὸ τὴν πρᾳότητα ἐπιφέρον, [[οἷον]] τὸ [[σπονδεῖον]] Walz Ρήτ. 5. 458. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />posé, calme.<br />'''Étymologie:''' [[κατάστημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A pertaining to a state or condition (cf. foreg. 1), opp. κατὰ κίνησιν, ἡδοναί Epicur.Fr.2, cf. Metrod.Fr.29. II (cf. καθίστημι B.4) sedate, of persons, Plu.TG2; διάθεσις τῆς ψυχῆς Simp.in Epict.p.114 D.; of musical instruments, calming, v.l. for -στατικά in Procl.in Alc.p.198 C.
Greek (Liddell-Scott)
καταστηματικός: -ή, -όν, εὐσταθής, ἀτάραχος, ἐπὶ προσώπων, ἤρεμος, βλέμματι καὶ κινήματι πρᾷος καὶ κ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2, ἀντίθετ. ἐκστατικός, Σχολ. εἰς Πλάτ. Πολιτ. 131· ὡσαύτως μέτριος, ἥσυχος, ἡδονὴ κατ., ἡ ἐπ’ ἀναιρέσει ἀλγηδόνων καὶ οἷον ἀοχλησία Ἐπικούρ. ὅρος παρὰ Διογ. Λ. 2. 87., 10, 136· μέλος κατ. τὸ τὴν πρᾳότητα ἐπιφέρον, οἷον τὸ σπονδεῖον Walz Ρήτ. 5. 458.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
posé, calme.
Étymologie: κατάστημα.