ὁμοιωματικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_11)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοιωματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμοιότητα, Θεόδ. Στουδ. 512D. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρομοιώσει, Σχόλ. Βεν. εἰς Ἰλ. Ε. 638. 2) ὁμοιότητα δηλῶν, ὁμ. [[ὄνομα]] ([[τοσοῦτος]], [[τοιοῦτος]], τηλικοῦτος, καὶ τὰ τούτοις συνώνυμα) Διον. [[Θρᾷξ]] 636, 12.
|lstext='''ὁμοιωματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμοιότητα, Θεόδ. Στουδ. 512D. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρομοιώσει, Σχόλ. Βεν. εἰς Ἰλ. Ε. 638. 2) ὁμοιότητα δηλῶν, ὁμ. [[ὄνομα]] ([[τοσοῦτος]], [[τοιοῦτος]], τηλικοῦτος, καὶ τὰ τούτοις συνώνυμα) Διον. [[Θρᾷξ]] 636, 12.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁμοιωματικός]], -ή, -όν) [[ομοίωμα]]<br /><b>γραμμ.</b> (για [[αντωνυμία]] ή σύνδεσμο) αυτός που δηλώνει [[ομοιότητα]] [[προς]] [[κάτι]] («η [[λέξη]] <i>όπως</i> [[είναι]] [[ομοιωματικός]] [[σύνδεσμος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ομοιωματικά</i><br />[[σημεία]] [[γραφής]] (»)τα οποία τίθενται [[κάτω]] από [[φράση]], [[λέξη]] ή αριθμό και με τα οποία υπονοείται η [[παραπάνω]] [[φράση]] ή [[λέξη]] ή ο [[παραπάνω]] [[αριθμός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ομοίωμα]] ή σε [[ομοίωση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοιωματικῶς</i> (Α)<br />με [[παρομοίωση]], με [[σύγκριση]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιωμᾰτικός Medium diacritics: ὁμοιωματικός Low diacritics: ομοιωματικός Capitals: ΟΜΟΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: homoiōmatikós Transliteration B: homoiōmatikos Transliteration C: omoiomatikos Beta Code: o(moiwmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A denoting resemblance, ὄνομα D.T.636.12, cf. 637.11. Adv. -κῶς in a simile, Sch.Il.5.638.

German (Pape)

[Seite 337] zum Aehnlichmachen, zur Abbildung gehörig, Gramm.; auch adv., wie Schol. Il. 5, 638 und zu Opp. Hal. 2, 113.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιωματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμοιότητα, Θεόδ. Στουδ. 512D. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρομοιώσει, Σχόλ. Βεν. εἰς Ἰλ. Ε. 638. 2) ὁμοιότητα δηλῶν, ὁμ. ὄνομα (τοσοῦτος, τοιοῦτος, τηλικοῦτος, καὶ τὰ τούτοις συνώνυμα) Διον. Θρᾷξ 636, 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὁμοιωματικός, -ή, -όν) ομοίωμα
γραμμ. (για αντωνυμία ή σύνδεσμο) αυτός που δηλώνει ομοιότητα προς κάτι («η λέξη όπως είναι ομοιωματικός σύνδεσμος»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομοιωματικά
σημεία γραφής (»)τα οποία τίθενται κάτω από φράση, λέξη ή αριθμό και με τα οποία υπονοείται η παραπάνω φράση ή λέξη ή ο παραπάνω αριθμός
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομοίωμα ή σε ομοίωση.
επίρρ...
ὁμοιωματικῶς (Α)
με παρομοίωση, με σύγκριση.