ποιμαντικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_11) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποιμαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, [[ποιμαντορικός]], ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ ποιμένος [[τέχνη]]. Ἡσύχ. | |lstext='''ποιμαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, [[ποιμαντορικός]], ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ ποιμένος [[τέχνη]]. Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ποιμαντικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποιμαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, [[ποιμενικός]], [[βουκολικός]] («ποιμαντική [[βακτηρία]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο [[ποιμαντορικός]] («ποιμαντική [[ράβδος]]» — μετάλλινη ή ξύλινη [[ράβδος]] με αρχαιότατη [[προέλευση]] την οποία φέρουν οι αρχιερείς και οι ηγούμενοι τών ιερών μονών [[κατά]] τις ιερές ακολουθίες ως [[έμβλημα]] της εξουσίας τους και της οποίας η [[λαβή]] έχει [[άκρα]] κεκαμμένα [[προς]] τα άνω σε [[σχήμα]] Ψ και τη [[μορφή]] δύο όφεων οι οποίοι προσβλέπουν [[προς]] τον σταυρό που βρίσκεται ανάμεσά τους)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ποιμαντική</i><br /><b>εκκλ.</b> το [[μάθημα]] του πρακτικού κλάδου της θεολογίας, στο οποίο διδάσκονται τα καθήκοντα τών ποιμένων, τών κληρικών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ποιμαντική</i><br />(για πνευματικούς και θρησκευτικούς αρχηγούς) η [[τέχνη]] της καθοδήγησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[τέχνη]] του ποιμένα, του βοσκού<br />β) το [[αξίωμα]] του επισκόπου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ποιμαντικόν</i><br />το [[ποίμνιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποιμαντικῶς</i> Μ<br />όπως ο [[ποιμένας]] της Εκκλησίας. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A pastoral: ἡ -κή (with or without τέχνη) the shepherd's art, Gal.5.750, Hsch.
German (Pape)
[Seite 651] zum Weiden gehörig, geschickt, ἡ ποιμαντική, sc. τέχνη, die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποιμαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, ποιμαντορικός, ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τοῦ ποιμένος τέχνη. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ποιμαντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποιμαίνω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, ποιμενικός, βουκολικός («ποιμαντική βακτηρία», Γρηγ. Ναζ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο ποιμαντορικός («ποιμαντική ράβδος» — μετάλλινη ή ξύλινη ράβδος με αρχαιότατη προέλευση την οποία φέρουν οι αρχιερείς και οι ηγούμενοι τών ιερών μονών κατά τις ιερές ακολουθίες ως έμβλημα της εξουσίας τους και της οποίας η λαβή έχει άκρα κεκαμμένα προς τα άνω σε σχήμα Ψ και τη μορφή δύο όφεων οι οποίοι προσβλέπουν προς τον σταυρό που βρίσκεται ανάμεσά τους)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ποιμαντική
εκκλ. το μάθημα του πρακτικού κλάδου της θεολογίας, στο οποίο διδάσκονται τα καθήκοντα τών ποιμένων, τών κληρικών
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ποιμαντική
(για πνευματικούς και θρησκευτικούς αρχηγούς) η τέχνη της καθοδήγησης
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. α) η τέχνη του ποιμένα, του βοσκού
β) το αξίωμα του επισκόπου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ποιμαντικόν
το ποίμνιο.
επίρρ...
ποιμαντικῶς Μ
όπως ο ποιμένας της Εκκλησίας.