πιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(6_11) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πιστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[πιπίσκω]]) = ποτιστήρ, [[ποτιστής]]. | |lstext='''πιστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[πιπίσκω]]) = ποτιστήρ, [[ποτιστής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ποτίστρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. <i>πῑ</i>- του [[πίνω]] με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πιστός]] [II], [[πισμός]], [[πίστρα]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (πιπίσκω)
A = ποτίστρα, Hsch. s.v. πισμός.
German (Pape)
[Seite 620] ῆρος, ὁ, = ποτιστήρ, ποτιστής (?).
Greek (Liddell-Scott)
πιστήρ: ῆρος, ὁ, (πιπίσκω) = ποτιστήρ, ποτιστής.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ποτίστρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. πῑ- του πίνω με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πιστός [II], πισμός, πίστρα) + επίθημα -τήρ].