χοροειδής: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(6_11) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χοροειδής''': ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ [[χοριοειδής]]. | |lstext='''χοροειδής''': ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ [[χοριοειδής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χοροειδής:''' Arst. v. l. = [[χοριοειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A f.l. for χοριοειδής.
German (Pape)
[Seite 1366] χιτών, die traubenfarbige Haut des Auges, uvea tunica, sonst ῥαγοειδής, Poll. 2, 70.
Greek (Liddell-Scott)
χοροειδής: ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ χοριοειδής.
Russian (Dvoretsky)
χοροειδής: Arst. v. l. = χοριοειδής.