κεράμιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεράμιος''': ία, ον, = κεράμεος, Στράβ. 17. 2, 3, σ. 402, 21, Διοσκ. 5. 10. | |lstext='''κεράμιος''': ία, ον, = κεράμεος, Στράβ. 17. 2, 3, σ. 402, 21, Διοσκ. 5. 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο(ν) (Α [[κεράμιος]], -ία, -ον) [[κέραμος]]<br /><b>1.</b> [[κεράμειος]].<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεράμιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[αγγείο]] από πηλό, πήλινο [[αγγείο]], [[υδρία]] («οἴνου δὲ κεράμια [[χίλια]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεράμιο</i> [[γένος]] ροδοφυκών της οικογένειας ceramiaceae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κεράμιος]]<br />ο [[κεραμέας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[κεράμιον]]<br />νεκρικὴ [[λάρνακα]], [[σαρκοφάγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = κεραμεύς, CIG5021, 5028 (Nubia). II v. κεραμεοῦς.
German (Pape)
[Seite 1420] = κεράμειος, irden, thönern; πλίνθοι κεράμιαι Xen. An. 3, 4, 7; Folgde; oft v. l. für κεράμεος u. κεραμεοῦς.
Greek (Liddell-Scott)
κεράμιος: ία, ον, = κεράμεος, Στράβ. 17. 2, 3, σ. 402, 21, Διοσκ. 5. 10.
Greek Monolingual
-α, -ο(ν) (Α κεράμιος, -ία, -ον) κέραμος
1. κεράμειος.
2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο(ν)
αγγείο από πηλό, πήλινο αγγείο, υδρία («οἴνου δὲ κεράμια χίλια», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο γένος ροδοφυκών της οικογένειας ceramiaceae
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεράμιος
ο κεραμέας
2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιον
νεκρικὴ λάρνακα, σαρκοφάγος.