γάστρις: Difference between revisions
φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γάστρις''': -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλην κοιλίαν, [[πίθος]] Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 14. 26. 2) ὡς οὐσιαστ. =[[λαίμαργος]], [[γαστρίμαργος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1604, Θεσμ. 816· συγκρ. γαστρίστερος =λαιμαργότερος, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 11. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἀθήν. 647F. | |lstext='''γάστρις''': -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλην κοιλίαν, [[πίθος]] Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 14. 26. 2) ὡς οὐσιαστ. =[[λαίμαργος]], [[γαστρίμαργος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1604, Θεσμ. 816· συγκρ. γαστρίστερος =λαιμαργότερος, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 11. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἀθήν. 647F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος<br /><i>adj.</i> (ὁ, ἡ)<br /><b>I. 1</b> ventru;<br /><b>2</b> gourmand, glouton;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[γάστρις]] sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' [[γαστήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ιδος or εως, ὁ, ἡ,
A pot-bellied, πίθος Ael.NA14.26: as Subst., = γάστρα, IG11(2).154A69 (Delos, iii B. C.). 2 as Subst., glutton, Ar.Av.1604, Th.816, Jul.Or.5.176c: Comp. γαστρίστερος more of a glutton, Pl.Com.195: as Adj., γάστρις ἡδονή Ph.1.261. 3 affected with tapeworm, Hsch. II cake, made in Crete, Chrysipp. Tyan. ap. Ath. 14.647f.
German (Pape)
[Seite 476] ιδος, ὁ, = γαστρίμαργος, Ar. Th. 816 Av. 1604; Arist. u. Sp. = dickbäuchig; πίθος Ael. H. A. 14, 26. – Plat. com. bei Poll. 2, 175 compar. γαστρίστερος. – Bei Ath. XIV, 647 f eine seine Kuchenart.
Greek (Liddell-Scott)
γάστρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλην κοιλίαν, πίθος Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 14. 26. 2) ὡς οὐσιαστ. =λαίμαργος, γαστρίμαργος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1604, Θεσμ. 816· συγκρ. γαστρίστερος =λαιμαργότερος, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 11. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647F.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. (ὁ, ἡ)
I. 1 ventru;
2 gourmand, glouton;
II. subst. ὁ γάστρις sorte de gâteau.
Étymologie: γαστήρ.