κοπίζω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(6_13a)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[κόπις]], ὁ,) ψευδολογῶ, [[ψεύδομαι]], Ἡσύχ.
|lstext='''κοπίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[κόπις]], ὁ,) ψευδολογῶ, [[ψεύδομαι]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κοπίζω]] (Α) [[κόπις]] (ΙΙ)] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ψευδολογώ]], [[λέγω]] ψέματα.———————— <b>(II)</b><br />[[κοπίζω]] (Α) [[κοπίς]]<br />[[εορτάζω]] την [[κοπίδα]], δηλ. την [[εορτή]] που τελούσαν οι Σπαρτιάτες [[προς]] τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπίζω Medium diacritics: κοπίζω Low diacritics: κοπίζω Capitals: ΚΟΠΙΖΩ
Transliteration A: kopízō Transliteration B: kopizō Transliteration C: kopizo Beta Code: kopi/zw

English (LSJ)

(A), (κόπις A)

   A talk idly, lie, Hsch.
κοπίζω (B),

   A celebrate the κοπίς (κοπίς (B) 11), Ath.4.138f.

German (Pape)

[Seite 1482] (ἡ κοπίς), die lacedämonische Festmahlzeit κοπίς feiern, mitschmausen, Ath. IV, 138 f. (ὁ κόπις), windbeuteln, lügen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κοπίζω: μέλλ. -ίσω, (κόπις, ὁ,) ψευδολογῶ, ψεύδομαι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
κοπίζω (Α) κόπις (ΙΙ)] (κατά τον Ησύχ.) ψευδολογώ, λέγω ψέματα.———————— (II)
κοπίζω (Α) κοπίς
εορτάζω την κοπίδα, δηλ. την εορτή που τελούσαν οι Σπαρτιάτες προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.