Βόσπορος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6_14)
 
(Bailly1_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Βόσπορος''': ὁ, (βοὸς [[πόρος]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 617) [[κυρίως]] «τὸ πέρασμα τοῦ βοός», [[ὄνομα]] διδόμενον εἴς τινας πορθμούς, ἐκ τῶν ὁποίων γνωστότατοι [[εἶναι]] ὁ Θρακικὸς καὶ ὁ Κιμμέριος, Ἡρόδ. 4. 83 καὶ 12, κτλ.· ἀλλ ᾽ [[ἐνίοτε]] τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ἐδίδετο καὶ εἰς τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 723, 756, Σοφ. Αἴ. 886, καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. (Περὶ τῆς μυθικῆς ἀρχῆς τοῦ ὀνόματος ἴδε Αἰσχύλ. Πρ. 732, Λόγγ. 1. 30· - [[εἶναι]] [[ὅμως]] μοναδικὸν [[παράδειγμα]] συνθέσεως τὸ βοσ- ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[βοῦς]]). - Ἐπίθ. Βοσπόρειος, ον, Στέφ. Β.· Βοσπόριος, α, ον, Σοφ. Αἴ. ἔνθ᾽ ἀνωτ.· [[ἐντεῦθεν]] τὸ Βοσπορεῖον, ὡς [[ὄνομα]] ναοῦ ἀπαντᾷ ἐν ψηφίσμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 11: - Βοσπορίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρὰ τὸν Βόσπορον κατοικῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 446· [[ὡσαύτως]], Βοσπορανός, ὁ, Στράβ. 312, 495· Βοσπορηνός, ὁ αὐτ. 762.
|lstext='''Βόσπορος''': ὁ, (βοὸς [[πόρος]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 617) [[κυρίως]] «τὸ πέρασμα τοῦ βοός», [[ὄνομα]] διδόμενον εἴς τινας πορθμούς, ἐκ τῶν ὁποίων γνωστότατοι [[εἶναι]] ὁ Θρακικὸς καὶ ὁ Κιμμέριος, Ἡρόδ. 4. 83 καὶ 12, κτλ.· ἀλλ ᾽ [[ἐνίοτε]] τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ἐδίδετο καὶ εἰς τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 723, 756, Σοφ. Αἴ. 886, καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. (Περὶ τῆς μυθικῆς ἀρχῆς τοῦ ὀνόματος ἴδε Αἰσχύλ. Πρ. 732, Λόγγ. 1. 30· - [[εἶναι]] [[ὅμως]] μοναδικὸν [[παράδειγμα]] συνθέσεως τὸ βοσ- ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[βοῦς]]). - Ἐπίθ. Βοσπόρειος, ον, Στέφ. Β.· Βοσπόριος, α, ον, Σοφ. Αἴ. ἔνθ᾽ ἀνωτ.· [[ἐντεῦθεν]] τὸ Βοσπορεῖον, ὡς [[ὄνομα]] ναοῦ ἀπαντᾷ ἐν ψηφίσμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 11: - Βοσπορίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρὰ τὸν Βόσπορον κατοικῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 446· [[ὡσαύτως]], Βοσπορανός, ὁ, Στράβ. 312, 495· Βοσπορηνός, ὁ αὐτ. 762.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Bosphore <i>ou</i> détroit <i>litt.</i> passage pour un bœuf, <i>pê p. allus. à la traversée de la vache Io</i>;<br /><i>subst.</i><br /><b>1</b> [[Βόσπορος]] [[Θρᾴκιος]], <i>(ion.)</i> [[Θρηΐκιος]], <i>ou simpl.</i> ὁ [[Βόσπορος]] ESCHL le Bosphore de Thrace (<i>auj.</i> le détroit de Constantinople) entre la Thrace et l’Asie Mineure;<br /><b>2</b> [[Βόσπορος]] [[Κιμμέριος]] <i>ou</i> [[Κιμμερικός]], le Bosphore Cimmérien (<i>auj.</i> le détroit d’Iénikalé) entre le Palus Méotide et le Pont-Euxin ; <i>p. ext.</i> côte du Bosphore Cimmérien.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[πόρος]] ; cf. l’angl. Oxford.
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Βόσπορος: ὁ, (βοὸς πόρος Ὀππ. Ἁλ. 1. 617) κυρίως «τὸ πέρασμα τοῦ βοός», ὄνομα διδόμενον εἴς τινας πορθμούς, ἐκ τῶν ὁποίων γνωστότατοι εἶναι ὁ Θρακικὸς καὶ ὁ Κιμμέριος, Ἡρόδ. 4. 83 καὶ 12, κτλ.· ἀλλ ᾽ ἐνίοτε τὸ ὄνομα τοῦτο ἐδίδετο καὶ εἰς τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 723, 756, Σοφ. Αἴ. 886, καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. (Περὶ τῆς μυθικῆς ἀρχῆς τοῦ ὀνόματος ἴδε Αἰσχύλ. Πρ. 732, Λόγγ. 1. 30· - εἶναι ὅμως μοναδικὸν παράδειγμα συνθέσεως τὸ βοσ- ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ βοῦς). - Ἐπίθ. Βοσπόρειος, ον, Στέφ. Β.· Βοσπόριος, α, ον, Σοφ. Αἴ. ἔνθ᾽ ἀνωτ.· ἐντεῦθεν τὸ Βοσπορεῖον, ὡς ὄνομα ναοῦ ἀπαντᾷ ἐν ψηφίσμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 11: - Βοσπορίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρὰ τὸν Βόσπορον κατοικῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 446· ὡσαύτως, Βοσπορανός, ὁ, Στράβ. 312, 495· Βοσπορηνός, ὁ αὐτ. 762.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Bosphore ou détroit litt. passage pour un bœuf, pê p. allus. à la traversée de la vache Io;
subst.
1 Βόσπορος Θρᾴκιος, (ion.) Θρηΐκιος, ou simpl.Βόσπορος ESCHL le Bosphore de Thrace (auj. le détroit de Constantinople) entre la Thrace et l’Asie Mineure;
2 Βόσπορος Κιμμέριος ou Κιμμερικός, le Bosphore Cimmérien (auj. le détroit d’Iénikalé) entre le Palus Méotide et le Pont-Euxin ; p. ext. côte du Bosphore Cimmérien.
Étymologie: βοῦς, πόρος ; cf. l’angl. Oxford.