περασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_14)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περασμός''': ὁ, ([[πέρας]]) τὸ [[τέλος]], Ἑβδ. (Ἐκκλησ. Δ΄, 8, 16, ΙΒ΄, 12).
|lstext='''περασμός''': ὁ, ([[πέρας]]) τὸ [[τέλος]], Ἑβδ. (Ἐκκλησ. Δ΄, 8, 16, ΙΒ΄, 12).
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάβαση]], [[πέρασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τέλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>πέρασ</i>-<i>α</i> του <i>περῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περασμός Medium diacritics: περασμός Low diacritics: περασμός Capitals: ΠΕΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: perasmós Transliteration B: perasmos Transliteration C: perasmos Beta Code: perasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (περαίνω)

   A finishing, LXXEc.4.8,16, 12.12.

German (Pape)

[Seite 563] ὁ, Beendigung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

περασμός: ὁ, (πέρας) τὸ τέλος, Ἑβδ. (Ἐκκλησ. Δ΄, 8, 16, ΙΒ΄, 12).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
διάβαση, πέρασμα
αρχ.
τέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. -πέρασ-α του περῶ + κατάλ. -μός].