περασμός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_14) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περασμός''': ὁ, ([[πέρας]]) τὸ [[τέλος]], Ἑβδ. (Ἐκκλησ. Δ΄, 8, 16, ΙΒ΄, 12). | |lstext='''περασμός''': ὁ, ([[πέρας]]) τὸ [[τέλος]], Ἑβδ. (Ἐκκλησ. Δ΄, 8, 16, ΙΒ΄, 12). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάβαση]], [[πέρασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τέλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>πέρασ</i>-<i>α</i> του <i>περῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (περαίνω)
A finishing, LXXEc.4.8,16, 12.12.
German (Pape)
[Seite 563] ὁ, Beendigung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
περασμός: ὁ, (πέρας) τὸ τέλος, Ἑβδ. (Ἐκκλησ. Δ΄, 8, 16, ΙΒ΄, 12).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
διάβαση, πέρασμα
αρχ.
τέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. ἐ-πέρασ-α του περῶ + κατάλ. -μός].