στρόφαλος: Difference between revisions
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
(6_14) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρόφᾰλος''': ὁ, [[στρόβιλος]], [[πρᾶγμα]] περιστρεφόμενον, στρ. Ἑκατικός, [[στρόβιλος]] ἢ τροχὸς ἐν χρήσει κατὰ τὰς γοητείας ἢ μαγείας, Σχόλ. εἰς Συνέσ. 361D. ΙΙ. κεκαμμένη λαβὴ ἢ «χεροῦλι» καταπέλτου, «ῥοδάνι», Νικήτ. Χρον. 88Β, κτλ. | |lstext='''στρόφᾰλος''': ὁ, [[στρόβιλος]], [[πρᾶγμα]] περιστρεφόμενον, στρ. Ἑκατικός, [[στρόβιλος]] ἢ τροχὸς ἐν χρήσει κατὰ τὰς γοητείας ἢ μαγείας, Σχόλ. εἰς Συνέσ. 361D. ΙΙ. κεκαμμένη λαβὴ ἢ «χεροῦλι» καταπέλτου, «ῥοδάνι», Νικήτ. Χρον. 88Β, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> το σημαντικότερο [[μετά]] τον τροχό [[μέσο]] μετάδοσης κινήσεως, [[στοιχείο]] μηχανισμού συνδεδεμένο [[κατά]] ορθή [[γωνία]] με άτρακτο που επιτρέπει τη [[μετατροπή]] της περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική [[κίνηση]] άλλων οργάνων με τα οποία συνδέεται, όπως λ.χ. με ένα [[έμβολο]], ή αντίστροφα, από ευθύγραμμη παλινδρομική σε περιστροφική με τη [[μεσολάβηση]] ενός διωστήρα<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[οξεία]] [[μορφή]] κνήφης, [[καμιά]] [[φορά]] πομφολυγώδους τύπου, συχνή στην πρώτη παιδική [[ηλικία]], η οποία παρουσιάζεται [[κατά]] κρίσεις που σχετίζονται με σφάλματα διατροφής ή με την [[οδοντοφυΐα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κεκαμμένη [[λαβή]] με την οποία στρέφεται [[κάτι]], [[μανιβέλα]], [[χερούλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρόβιλος]], [[τροχός]] και, γενικά, [[καθετί]] που περιστρέφεται<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στρόφαλος]] [[Ἑκατικός]]» — [[στρόβιλος]] ή [[τροχός]] που χρησιμοποιούσαν σε μαγικές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] ή [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλ</i>-<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πάσσ</i>-<i>αλ</i>-<i>ος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,=
A ῥόμβος A. 1 or 2a, used in magic, Marin.Procl.28.
German (Pape)
[Seite 956] ὁ, ein Kreisel, Ἑκατικός, Zauber. kreisel, -rad, Sp. – Eine Art Kurbel an ciner Wurf. maschine, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
στρόφᾰλος: ὁ, στρόβιλος, πρᾶγμα περιστρεφόμενον, στρ. Ἑκατικός, στρόβιλος ἢ τροχὸς ἐν χρήσει κατὰ τὰς γοητείας ἢ μαγείας, Σχόλ. εἰς Συνέσ. 361D. ΙΙ. κεκαμμένη λαβὴ ἢ «χεροῦλι» καταπέλτου, «ῥοδάνι», Νικήτ. Χρον. 88Β, κτλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. τεχνολ. το σημαντικότερο μετά τον τροχό μέσο μετάδοσης κινήσεως, στοιχείο μηχανισμού συνδεδεμένο κατά ορθή γωνία με άτρακτο που επιτρέπει τη μετατροπή της περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση άλλων οργάνων με τα οποία συνδέεται, όπως λ.χ. με ένα έμβολο, ή αντίστροφα, από ευθύγραμμη παλινδρομική σε περιστροφική με τη μεσολάβηση ενός διωστήρα
2. ιατρ. οξεία μορφή κνήφης, καμιά φορά πομφολυγώδους τύπου, συχνή στην πρώτη παιδική ηλικία, η οποία παρουσιάζεται κατά κρίσεις που σχετίζονται με σφάλματα διατροφής ή με την οδοντοφυΐα
νεοελλ.-μσν.
κεκαμμένη λαβή με την οποία στρέφεται κάτι, μανιβέλα, χερούλι
αρχ.
1. στρόβιλος, τροχός και, γενικά, καθετί που περιστρέφεται
2. φρ. «στρόφαλος Ἑκατικός» — στρόβιλος ή τροχός που χρησιμοποιούσαν σε μαγικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + επίθημα -αλ-ος (πρβλ. πάσσ-αλ-ος)].