κνῆστρον: Difference between revisions
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(6_21) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνῆστρον''': τό, = [[κνῆστις]] Ι, [[μαχαιρίδιον]] ᾧ ξύεται ὁ [[τυρός]], Γαλην. ἐκ τοῦ Ἱπποκρ. ΙΙ. [[φυτόν]] τι ἐπιφέρον κνησμόν, [[ἀκαλήφη]], [[κνίδη]], Ἱππ. 630. 3., 662. 49, Διοσκ. 4. 173˙ πρβλ. [[κνέωρον]]. | |lstext='''κνῆστρον''': τό, = [[κνῆστις]] Ι, [[μαχαιρίδιον]] ᾧ ξύεται ὁ [[τυρός]], Γαλην. ἐκ τοῦ Ἱπποκρ. ΙΙ. [[φυτόν]] τι ἐπιφέρον κνησμόν, [[ἀκαλήφη]], [[κνίδη]], Ἱππ. 630. 3., 662. 49, Διοσκ. 4. 173˙ πρβλ. [[κνέωρον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κνῆστρον]], τὸ (Α) [[κνω]]<br />[[τσουκνίδα]] που προκαλεί κνησμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A stinging plant, Daphne oleoides, Hp.Mul.1.80, 2.169 (expld. = κνηστήρ by Erot.); = θυμελαία, Dsc.4.172.
German (Pape)
[Seite 1461] τό, 1) = κνηστήριον, Hippocr. – 2) = κνέωρος, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κνῆστρον: τό, = κνῆστις Ι, μαχαιρίδιον ᾧ ξύεται ὁ τυρός, Γαλην. ἐκ τοῦ Ἱπποκρ. ΙΙ. φυτόν τι ἐπιφέρον κνησμόν, ἀκαλήφη, κνίδη, Ἱππ. 630. 3., 662. 49, Διοσκ. 4. 173˙ πρβλ. κνέωρον.