ποθέσπερος: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_16) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποθέσπερος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ [[προσέσπερος]], ὃ ἴδε. | |lstext='''ποθέσπερος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ [[προσέσπερος]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[προσέσπερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποτ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποτί]] «[[προς]]» με [[αποκοπή]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἑσπέρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-[[έσπερος]], <i>εφ</i>-[[έσπερος]]), με [[τροπή]] του -<i>τ</i>- στο αντίστοιχο δασύ -<i>θ</i>- [[πριν]] από δασυνόμενη λ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. προσέσπερος.
German (Pape)
[Seite 644] dor. statt προσέσπερος; τὰ ποθέσπερα, als adv., gegen Abend, Abends, Theocr. 4, 3. 8, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ποθέσπερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ προσέσπερος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) προσέσπερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἑσπέρα (πρβλ. αν-έσπερος, εφ-έσπερος), με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].