ὁμόκεντρος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόκεντρος''': -ον, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ [[κέντρον]] μετά τινος, ἡ γῆ [[ὁμόκεντρος]] τῷ οὐρανῷ μένει Στράβ. 110. | |lstext='''ὁμόκεντρος''': -ον, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ [[κέντρον]] μετά τινος, ἡ γῆ [[ὁμόκεντρος]] τῷ οὐρανῷ μένει Στράβ. 110. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a pour centre le même point, concentrique.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[κέντρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A concentric with, γῆ ὁ. τῷ οὐρανῷ Str.2.5.2, cf. Ptol.Alm.3.3, Theo Sm.p.166 H. II at the same cardinal point, Vett.Val.60.14, Cat.Cod.Astr. 8(4).136.
German (Pape)
[Seite 337] mit gleichem, mit einem Mittelpunkte, Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόκεντρος: -ον, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ κέντρον μετά τινος, ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει Στράβ. 110.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a pour centre le même point, concentrique.
Étymologie: ὁμός, κέντρον.