ἄκαιρος: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκαιρος''': -ον, ὁ μὴ ἐν καιρῷ, [[ἀκατάλληλος]], [[φορτικός]], ἐς ἄκαιρα ποιεῖν, Λατ. operam perdere (χάνω τὸν κόπον μου), Θέογν. 919· οὐκ ἄκαιρα λέγειν, Αἰσχύλ. Πρ. 1036· ἄκ. [[προθυμία]], Θουκ. 5· 65· [[ἐλευθερία]], Πλάτ. Πολ. 569C· [[ἔπαινος]], ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 240Ε. [[ῥᾳθυμία]], Δημ. 241. 8· [[γέλως]], Μενάνδ. Μονόστιχα 88. - Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 808, Χο. 624. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, περὶ διαιτ. Ὀξ. 386. - Συγκρ. -οτέρως, ὁ αὐτ. 955, οὐδέτερον πληθ. ὡς ἐπίρρ. ἄκαιρ᾿ ἀπώλλυτο, Εὐρ. Ἑλ. 1081. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[φορτικός]], ἐνοχλητικός, Λατ. molestus, ineptus, Θεοφρ. Χαρ. 12· ἀκ. καὶ [[λάλος]], Ἀλκίφρ. 3. 62. 2) μετ᾿ ἀπαρ., οὐχὶ [[ἁρμόδιος]] [[ὅπως]] πράξῃ τι, Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 6, κατὰ συγκρ.
|lstext='''ἄκαιρος''': -ον, ὁ μὴ ἐν καιρῷ, [[ἀκατάλληλος]], [[φορτικός]], ἐς ἄκαιρα ποιεῖν, Λατ. operam perdere (χάνω τὸν κόπον μου), Θέογν. 919· οὐκ ἄκαιρα λέγειν, Αἰσχύλ. Πρ. 1036· ἄκ. [[προθυμία]], Θουκ. 5· 65· [[ἐλευθερία]], Πλάτ. Πολ. 569C· [[ἔπαινος]], ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 240Ε. [[ῥᾳθυμία]], Δημ. 241. 8· [[γέλως]], Μενάνδ. Μονόστιχα 88. - Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 808, Χο. 624. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, περὶ διαιτ. Ὀξ. 386. - Συγκρ. -οτέρως, ὁ αὐτ. 955, οὐδέτερον πληθ. ὡς ἐπίρρ. ἄκαιρ᾿ ἀπώλλυτο, Εὐρ. Ἑλ. 1081. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[φορτικός]], ἐνοχλητικός, Λατ. molestus, ineptus, Θεοφρ. Χαρ. 12· ἀκ. καὶ [[λάλος]], Ἀλκίφρ. 3. 62. 2) μετ᾿ ἀπαρ., οὐχὶ [[ἁρμόδιος]] [[ὅπως]] πράξῃ τι, Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 6, κατὰ συγκρ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui vient <i>ou</i> qui se fait à contretemps, qui n’est pas de saison, inopportun;<br /><b>2</b> qui parle <i>ou</i> agit à contretemps, importun, fâcheux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καιρός]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκαιρος Medium diacritics: ἄκαιρος Low diacritics: άκαιρος Capitals: ΑΚΑΙΡΟΣ
Transliteration A: ákairos Transliteration B: akairos Transliteration C: akairos Beta Code: a)/kairos

English (LSJ)

ον,

   A ill-timed, unseasonable, ἐς ἄκαιρα πονεῖν Thgn.919; οὐκ ἄκαιρα λέγειν A.Pr.1036; ἄ. κένωσις Hp.VM10; προθυμία Th.5.65; ἐλευθερία Pl.R.569c; ἔπαινος Id.Phdr.24ce; ῥᾳθυμία D.18.46, γέλως Men.Mon.88. Adv. -ρως A.Ag.808, Ch.624 (both lyr.), Hp. Acut. 17, al.: Comp. -οτέρως Id.Epid.1.19: neut. pl. as Adv., ἄκαιρ' ἀπώλλυτο E.Hel.1081.    II of persons, importunate, troublesome, Thphr.Char.12; ἄ. καὶ λάλος Alciphr.3.62.    2 c. inf., ill-suited to do a thing, X.Eq.Mag.7.6 (Comp.).    III ἄκαιρον, τό, = μυρσίνη ἀγρία, Dsc.4.144.

German (Pape)

[Seite 67] nicht zur gelegenen Zeit, ungelegen, unzeitig, προθυμία Thuc. 5, 65; dem ἐς καιρόν entgegengesetzt, Eur. Hel. 1081; ἐς ἄκαιρα πονεῖν, zur Unzeit, umsonst, sich anstrengen, Theogn. 899; οὐκ ἄκαιρα λέγειν Aesch. Prom. 1038, passendes sagen; dem σύμμετρος entgegengesetzt, Isocr. 12, 86; ἡδοναί Xen. Cyneg. 12, 15; – activ., γνώμα ἄκαιρος ὄλβου, nicht Maaß haltend im Glück, Eur. I. T. 420. – Lästig, zudringlich, Theophr. Char. 12; ineptus, Plut. sol. an. 12. – Adv. ἀκαίρως, dem δικαίως entggstzt, Aesch. Ag. 782.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκαιρος: -ον, ὁ μὴ ἐν καιρῷ, ἀκατάλληλος, φορτικός, ἐς ἄκαιρα ποιεῖν, Λατ. operam perdere (χάνω τὸν κόπον μου), Θέογν. 919· οὐκ ἄκαιρα λέγειν, Αἰσχύλ. Πρ. 1036· ἄκ. προθυμία, Θουκ. 5· 65· ἐλευθερία, Πλάτ. Πολ. 569C· ἔπαινος, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 240Ε. ῥᾳθυμία, Δημ. 241. 8· γέλως, Μενάνδ. Μονόστιχα 88. - Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 808, Χο. 624. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, περὶ διαιτ. Ὀξ. 386. - Συγκρ. -οτέρως, ὁ αὐτ. 955, οὐδέτερον πληθ. ὡς ἐπίρρ. ἄκαιρ᾿ ἀπώλλυτο, Εὐρ. Ἑλ. 1081. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φορτικός, ἐνοχλητικός, Λατ. molestus, ineptus, Θεοφρ. Χαρ. 12· ἀκ. καὶ λάλος, Ἀλκίφρ. 3. 62. 2) μετ᾿ ἀπαρ., οὐχὶ ἁρμόδιος ὅπως πράξῃ τι, Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 6, κατὰ συγκρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui vient ou qui se fait à contretemps, qui n’est pas de saison, inopportun;
2 qui parle ou agit à contretemps, importun, fâcheux.
Étymologie: ἀ, καιρός.