ὑδατοθρέμμων: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
(6_18) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδᾰτοθρέμμων''': -ον, ὁ τρεφόμενος καὶ ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, [[ἰχθὺς]] Ἐμπεδ. 130 [[[μετὰ]] ῡ, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ]. | |lstext='''ὑδᾰτοθρέμμων''': -ον, ὁ τρεφόμενος καὶ ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, [[ἰχθὺς]] Ἐμπεδ. 130 [[[μετὰ]] ῡ, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[ψάρι]]) αυτός που τρέφεται και αυξάνεται [[μέσα]] στο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θρέμμων</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>θρέπ</i>- του [[τρέφω]], <b>πρβλ.</b> <i>θρεπ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μων</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βιο</i>-<i>θρέμμων</i>, <i>ολβο</i>-<i>θρέμμων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A nurtured and living in water, ἰχθῦς Emp.21.11, 23.7 [with ῡ, in dact. verse].
German (Pape)
[Seite 1172] ονος, vom Wasser, im Wasser genährt, wachsend, lebend, ἰχθύς, Empedocl. 78. 88, wo in der Vershebung υ lang gebraucht ist.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδᾰτοθρέμμων: -ον, ὁ τρεφόμενος καὶ ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, ἰχθὺς Ἐμπεδ. 130 [[[μετὰ]] ῡ, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ψάρι) αυτός που τρέφεται και αυξάνεται μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -θρέμμων (< θ. θρέπ- του τρέφω, πρβλ. θρεπ-τός + κατάλ. -μων), πρβλ. βιο-θρέμμων, ολβο-θρέμμων].