ἀνδρείκελον: Difference between revisions

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
(6_21)
(2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρείκελον''': τὸ, [[εἰκών]], [[ὁμοίωμα]] ἀνδρός, Πλάτ. Πολ. 501 Β (ἐκτὸς ἂν [[ἐνταῦθα]] κεῖται τῆς ΙΙ. σημασ.), Ἀππ. Ἐμφ. 2. 147, Ἀνθ. Πλαν. 221. ΙΙ. [[εἶδος]] ψιμυθίου [[χρῶμα]] σαρκὸς ἔχοντος, [[ὥσπερ]] οἱ ζωγράφοι ... [[οἷον]] [[ὅταν]] [[ἀνδρείκελον]] σκευάζωσιν Πλάτ. Κρατ. 424 Ε, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Ξεν. Οἰκ. 10. 5, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 1. 18, 47, Θεοφρ. Λιθ. 51: πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.
|lstext='''ἀνδρείκελον''': τὸ, [[εἰκών]], [[ὁμοίωμα]] ἀνδρός, Πλάτ. Πολ. 501 Β (ἐκτὸς ἂν [[ἐνταῦθα]] κεῖται τῆς ΙΙ. σημασ.), Ἀππ. Ἐμφ. 2. 147, Ἀνθ. Πλαν. 221. ΙΙ. [[εἶδος]] ψιμυθίου [[χρῶμα]] σαρκὸς ἔχοντος, [[ὥσπερ]] οἱ ζωγράφοι ... [[οἷον]] [[ὅταν]] [[ἀνδρείκελον]] σκευάζωσιν Πλάτ. Κρατ. 424 Ε, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Ξεν. Οἰκ. 10. 5, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 1. 18, 47, Θεοφρ. Λιθ. 51: πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρείκελον:''' τό ([[ἀνήρ]], [[εἴκελος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εικόνα]] ανδρός, [[ομοίωμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χρωστική]] [[ουσία]] στο [[χρώμα]] του δέρματος, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρείκελον Medium diacritics: ἀνδρείκελον Low diacritics: ανδρείκελον Capitals: ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΟΝ
Transliteration A: andreíkelon Transliteration B: andreikelon Transliteration C: andreikelon Beta Code: a)ndrei/kelon

English (LSJ)

τό,

   A image of a man, App.BC2.147, APl.4.221 (Theaet.).    II flesh-coloured pigment, Pl.R.501b, Cra.424e, X.Oec.10.5, Arist.GA725a26, Thphr.Lap.51.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρείκελον: τὸ, εἰκών, ὁμοίωμα ἀνδρός, Πλάτ. Πολ. 501 Β (ἐκτὸς ἂν ἐνταῦθα κεῖται τῆς ΙΙ. σημασ.), Ἀππ. Ἐμφ. 2. 147, Ἀνθ. Πλαν. 221. ΙΙ. εἶδος ψιμυθίου χρῶμα σαρκὸς ἔχοντος, ὥσπερ οἱ ζωγράφοι ... οἷον ὅταν ἀνδρείκελον σκευάζωσιν Πλάτ. Κρατ. 424 Ε, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Ξεν. Οἰκ. 10. 5, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 1. 18, 47, Θεοφρ. Λιθ. 51: πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.

Greek Monotonic

ἀνδρείκελον: τό (ἀνήρ, εἴκελος),
I. εικόνα ανδρός, ομοίωμα, σε Πλάτ.
II. χρωστική ουσία στο χρώμα του δέρματος, στον ίδ.