κέντρων: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέντρων''': -ωνος, ὁ, ὁ φέρων τὰ σημεῖα ἢ στίγματα τοῦ κέντρου, [[ἄνθρωπος]] [[ἐπίτριπτος]] τεθεὶς εἰς βασανιστήρια, Σοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστοφ. Νεφ. 450· πρβλ. [[μαστιγίας]], [[βάραθρος]]. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[ὕφασμα]] συνερραμμένον ἐκ πολλῶν τεμαχίων, Βίτων ἐν Math. Vett. σ. 109, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 449· [[ἐντεῦθεν]] σύρραμμα ἐκ στίχων ληφθέντων ἐκ διαφόρων ποιητῶν, Λατ. cento, Εὐστ. 1099. 51., 1308, ἐν τέλ.· [[οὕτως]], ὁμηροκέντρωνες, ὁμηρόκεντρα, ποιήματα συναποτελούμενα ἐκ τεμαχίων Ὁμηρικῶν, οἷα ὑπάρχουσι καὶ ἐκ τοῦ Οὐεργιλίου ὑπὸ Proba Falconia καὶ Αὐσονίου.
|lstext='''κέντρων''': -ωνος, ὁ, ὁ φέρων τὰ σημεῖα ἢ στίγματα τοῦ κέντρου, [[ἄνθρωπος]] [[ἐπίτριπτος]] τεθεὶς εἰς βασανιστήρια, Σοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστοφ. Νεφ. 450· πρβλ. [[μαστιγίας]], [[βάραθρος]]. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[ὕφασμα]] συνερραμμένον ἐκ πολλῶν τεμαχίων, Βίτων ἐν Math. Vett. σ. 109, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 449· [[ἐντεῦθεν]] σύρραμμα ἐκ στίχων ληφθέντων ἐκ διαφόρων ποιητῶν, Λατ. cento, Εὐστ. 1099. 51., 1308, ἐν τέλ.· [[οὕτως]], ὁμηροκέντρωνες, ὁμηρόκεντρα, ποιήματα συναποτελούμενα ἐκ τεμαχίων Ὁμηρικῶν, οἷα ὑπάρχουσι καὶ ἐκ τοῦ Οὐεργιλίου ὑπὸ Proba Falconia καὶ Αὐσονίου.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br /><b>1</b> digne de l’aiguillon <i>ou</i> du fouet à clous, misérable;<br /><b>2</b> habit de plusieurs morceaux ; <i>fig.</i> centon, poème composé de vers empruntés à d’autres poèmes.<br />'''Étymologie:''' [[κέντρον]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέντρων Medium diacritics: κέντρων Low diacritics: κέντρων Capitals: ΚΕΝΤΡΩΝ
Transliteration A: kéntrōn Transliteration B: kentrōn Transliteration C: kentron Beta Code: ke/ntrwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A one that bears the marks of the κέντρον, a rogue that has been put to the torture, S.Fr.329, Ar.Nu. 450 (anap.).    II piece of patch-work, rag, Bito 55.4, Herasap.Gal. 13.1044, Sch.Ar.Nu.449; perh.pen-wiper, POxy.326 (i A.D.): hence, copy of verses made up of scraps from other authors, Eust.1099.51, 1308 fin.

German (Pape)

[Seite 1418] ωνος, ὁ, 1) ein Spitzbube, der die Stachelknute (κέντρον) verdient; Soph. frg. 309 verbunden μαστιγίαι, κέντρωνες; vgl. Ar. Nub. 449 u. daselbst Schol. – 2) bei 80., wie Mathem., das aus Lappen u. Flicken Zusammengesetzte, Zusammengestichelte; übertr.; Ὁμηρικοὶ κέντρωνες, erwähnt Eust., Gedichte aus homerischen einzelnen ganzen u. halben Versen zusammengesetzt, auch ὁμηρόκεντρα genannt. Vgl. den cento nuptialis des Ausonius.

Greek (Liddell-Scott)

κέντρων: -ωνος, ὁ, ὁ φέρων τὰ σημεῖα ἢ στίγματα τοῦ κέντρου, ἄνθρωπος ἐπίτριπτος τεθεὶς εἰς βασανιστήρια, Σοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστοφ. Νεφ. 450· πρβλ. μαστιγίας, βάραθρος. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ὕφασμα συνερραμμένον ἐκ πολλῶν τεμαχίων, Βίτων ἐν Math. Vett. σ. 109, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 449· ἐντεῦθεν σύρραμμα ἐκ στίχων ληφθέντων ἐκ διαφόρων ποιητῶν, Λατ. cento, Εὐστ. 1099. 51., 1308, ἐν τέλ.· οὕτως, ὁμηροκέντρωνες, ὁμηρόκεντρα, ποιήματα συναποτελούμενα ἐκ τεμαχίων Ὁμηρικῶν, οἷα ὑπάρχουσι καὶ ἐκ τοῦ Οὐεργιλίου ὑπὸ Proba Falconia καὶ Αὐσονίου.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
1 digne de l’aiguillon ou du fouet à clous, misérable;
2 habit de plusieurs morceaux ; fig. centon, poème composé de vers empruntés à d’autres poèmes.
Étymologie: κέντρον.