ἄληπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄληπτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λάβῃ, πιάσῃ, [[δύσληπτος]], Πλούτ., κτλ. ― συγκριτ. ἀληπτότερος, ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν, ἀπροσβλητότεροι, [[μᾶλλον]] ἐξησφαλισμένοι ἀπὸ τῶν προσβολῶν τῶν ἄλλων, Θουκ. 1. 37, 82, 143. ΙΙ. [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκατανόητος]], Πλουτ. Νικ. 11, καὶ ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Στωϊκῇ Φιλοσοφίᾳ ἄληπτα λέγονται τὰ ἀπαράδεκτα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ληπτά.
|lstext='''ἄληπτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λάβῃ, πιάσῃ, [[δύσληπτος]], Πλούτ., κτλ. ― συγκριτ. ἀληπτότερος, ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν, ἀπροσβλητότεροι, [[μᾶλλον]] ἐξησφαλισμένοι ἀπὸ τῶν προσβολῶν τῶν ἄλλων, Θουκ. 1. 37, 82, 143. ΙΙ. [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκατανόητος]], Πλουτ. Νικ. 11, καὶ ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Στωϊκῇ Φιλοσοφίᾳ ἄληπτα λέγονται τὰ ἀπαράδεκτα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ληπτά.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> imprenable;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> incompréhensible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ληπτός]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄληπτος Medium diacritics: ἄληπτος Low diacritics: άληπτος Capitals: ΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: álēptos Transliteration B: alēptos Transliteration C: aliptos Beta Code: a)/lhptos

English (LSJ)

ον,

   A not to be laid hold of, hard to catch, Plu.Sert.16, Poll.5.169, etc.; ἄ. τοῖς ἐχθροῖς J.AJ5.8.11: in Comp. ἀληπτότερος Th.1.37, 82, 143.    II incomprehensible, Phld.Mus.p.54K., Plu.Nic.11, al.    III in Stoic philos., ἄληπτα, τά, things not to be made matter of choice, opp. ληπτά, Stoic.3.34.

German (Pape)

[Seite 95] 1) unnehmbar, unbesiegbar, Thuc. 1, 82. 143; öfter Plut., nicht zu fangen, Crass. 18. – 2) unbegreiflich, λογισμῷ Plut. Nic. 11. Bei den Stoikern τὰ ἄληπτα, die unannehmbaren Dinge.

Greek (Liddell-Scott)

ἄληπτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λάβῃ, πιάσῃ, δύσληπτος, Πλούτ., κτλ. ― συγκριτ. ἀληπτότερος, ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν, ἀπροσβλητότεροι, μᾶλλον ἐξησφαλισμένοι ἀπὸ τῶν προσβολῶν τῶν ἄλλων, Θουκ. 1. 37, 82, 143. ΙΙ. ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, Πλουτ. Νικ. 11, καὶ ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Στωϊκῇ Φιλοσοφίᾳ ἄληπτα λέγονται τὰ ἀπαράδεκτα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ληπτά.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 imprenable;
2 fig. incompréhensible.
Étymologie: ἀ, ληπτός.