κίω: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίω''': κίεις Αἰσχύλ. Χο. 680· προστ. κίε Ὀδ. Η. 50, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1068, Ἱκέτ. 852· ὑποτ. κίῃς Ὀδ. Α. 311, Ἐπικ. αϳ πληθ. κίομεν (ἀντὶ κίωμεν) Ἰλ. Φ. 456· εὐκτ. κίοι Ὀδ. Ι. 42., Ι. 549, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 504, κιοίτην, κίοιτε Ὅμ.· μετοχ. κιών, κιοῦσα (ἥτις καὶ περ οὕτω τονιζομένη [[εἶναι]] χρόνου ἐνεστῶτος, ὡς τὸ ἰών, ἐκ τοῦ [[εἶμι]] ibo) Ὅμ.· παρατ. ἔκιον, κίον Ὅμηρ. (Ἐντεῦθεν [[μετακιάθω]]· περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἐν λ. [[κινέω]]). Πορεύομαι, [[ὑπάγω]], παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. Β. 565., Ω. 471, Ὀδ. Δ. 427, κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ πλοίων, Ἰλ. Β. 509. ― Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. μόνῳ ἐκ τῶν τραγ.· ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον [[χάριν]] ἐτυμολογίας, Κρατύλ. 426. | |lstext='''κίω''': κίεις Αἰσχύλ. Χο. 680· προστ. κίε Ὀδ. Η. 50, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1068, Ἱκέτ. 852· ὑποτ. κίῃς Ὀδ. Α. 311, Ἐπικ. αϳ πληθ. κίομεν (ἀντὶ κίωμεν) Ἰλ. Φ. 456· εὐκτ. κίοι Ὀδ. Ι. 42., Ι. 549, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 504, κιοίτην, κίοιτε Ὅμ.· μετοχ. κιών, κιοῦσα (ἥτις καὶ περ οὕτω τονιζομένη [[εἶναι]] χρόνου ἐνεστῶτος, ὡς τὸ ἰών, ἐκ τοῦ [[εἶμι]] ibo) Ὅμ.· παρατ. ἔκιον, κίον Ὅμηρ. (Ἐντεῦθεν [[μετακιάθω]]· περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἐν λ. [[κινέω]]). Πορεύομαι, [[ὑπάγω]], παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. Β. 565., Ω. 471, Ὀδ. Δ. 427, κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ πλοίων, Ἰλ. Β. 509. ― Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. μόνῳ ἐκ τῶν τραγ.· ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον [[χάριν]] ἐτυμολογίας, Κρατύλ. 426. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et ao.2</i> [[ἔκιον]] > <i>part.</i> [[κιών]];<br />aller.<br />'''Étymologie:''' R. κι, mettre en mouvement ; cf. [[κινέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A κίεις A.Ch.680; imper. κίε Od.7.50, A.Pers.1068, Supp.852 (both lyr.); subj. κίῃς Od.1.311; opt.κίοι 9.42, A.Supp.504, κιοίτην, κίοιτε, Od.15.149, 3.347; part. κιών, κιοῦσα (for the accent cf. ἰών), 4.427, al.: impf. ἔκιον, Ep.1pl. κίομεν Il.21.456:—go, in Hom.almost always of persons, 2.565, 24.471, Od.4.427, etc.; of ships, Il.2.509:— Ep. Verb, Trag. only A.; as etym. of κίνησις, Pl.Cra.426c: in Hom. perh. always aor., unless impf. in Il.23.257. (Cf. κινέω, κίνυμαι, Lat. ξιο.)
German (Pape)
[Seite 1444] poet. = ἴω, εἶμι, ge hen; bei Hom. nur im conj. κίω, optat. κίοιμι, imperat. κίε, partic. κιών und impf. ἔκιον vorkommend; ἄψοῤῥοι κίομεν Il. 21, 456, gew. von Menschen u. lebenden Wesen übh., aber auch τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον, 2, 509, u. so sp. D.; Aesch. hat auch den indicat. praes., εἰς Ἄργος κίεις Ch. 664; imper. αἰακτὸς ἐς δόμους κίε Pers. 1025; κίοι Suppl. 504 (vgl. noch κιάθω). In Prosa nur bei Plat. Crat. 426 c zur Ableitung von κινέω erwähnt.
Greek (Liddell-Scott)
κίω: κίεις Αἰσχύλ. Χο. 680· προστ. κίε Ὀδ. Η. 50, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1068, Ἱκέτ. 852· ὑποτ. κίῃς Ὀδ. Α. 311, Ἐπικ. αϳ πληθ. κίομεν (ἀντὶ κίωμεν) Ἰλ. Φ. 456· εὐκτ. κίοι Ὀδ. Ι. 42., Ι. 549, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 504, κιοίτην, κίοιτε Ὅμ.· μετοχ. κιών, κιοῦσα (ἥτις καὶ περ οὕτω τονιζομένη εἶναι χρόνου ἐνεστῶτος, ὡς τὸ ἰών, ἐκ τοῦ εἶμι ibo) Ὅμ.· παρατ. ἔκιον, κίον Ὅμηρ. (Ἐντεῦθεν μετακιάθω· περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἐν λ. κινέω). Πορεύομαι, ὑπάγω, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. Β. 565., Ω. 471, Ὀδ. Δ. 427, κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ πλοίων, Ἰλ. Β. 509. ― Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. μόνῳ ἐκ τῶν τραγ.· ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον χάριν ἐτυμολογίας, Κρατύλ. 426.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao.2 ἔκιον > part. κιών;
aller.
Étymologie: R. κι, mettre en mouvement ; cf. κινέω.