κατήφεια: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατήφεια''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. -είη ἢ -ίη ῑ, ἡ, ([[κατηφής]])·― [[λύπη]], [[θλῖψις]] μετ’ αἰσχύνης, [[βαρυθυμία]], τὸ καταιβάζειν τὰ ὄμματα, [[σκυθρωπότης]], ([[λύπη]] [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσα Πλούτ. 2. 528Ε)· ὁ Ὅμηρ. ἀντιτίθησι τῇ χαρᾷ καὶ συνάπτει τῷ ὀνείδει, δυσμενέσιν μὲν [[χάρμα]], κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Ἰλ. Γ. 51· κατ. καὶ [[ὄνειδος]] Π. 498, Ρ. 556· κ. τέ τις καὶ [[κατάμεμψις]] σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Θουκ. 7. 75· [[δυσθυμία]] καὶ κ. Πλουτ. Θεμιστ… 9· [[ἄχος]] καὶ κ. δεινὴ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 20· κ. καὶ [[σύννοια]] Φίλων 2. 204· [[κατηφίη]] καὶ ὀϊζὺς Ριανὸς παρὰ Στοβ. 54. 13·- ὁ Ἡσύχ.: «[[κατήφεια]]· [[αἰσχύνη]]. [[αἰδώς]]. [[στυγνότης]]. [[ὄνειδος]]. [[ἀνία]]». | |lstext='''κατήφεια''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. -είη ἢ -ίη ῑ, ἡ, ([[κατηφής]])·― [[λύπη]], [[θλῖψις]] μετ’ αἰσχύνης, [[βαρυθυμία]], τὸ καταιβάζειν τὰ ὄμματα, [[σκυθρωπότης]], ([[λύπη]] [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσα Πλούτ. 2. 528Ε)· ὁ Ὅμηρ. ἀντιτίθησι τῇ χαρᾷ καὶ συνάπτει τῷ ὀνείδει, δυσμενέσιν μὲν [[χάρμα]], κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Ἰλ. Γ. 51· κατ. καὶ [[ὄνειδος]] Π. 498, Ρ. 556· κ. τέ τις καὶ [[κατάμεμψις]] σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Θουκ. 7. 75· [[δυσθυμία]] καὶ κ. Πλουτ. Θεμιστ… 9· [[ἄχος]] καὶ κ. δεινὴ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 20· κ. καὶ [[σύννοια]] Φίλων 2. 204· [[κατηφίη]] καὶ ὀϊζὺς Ριανὸς παρὰ Στοβ. 54. 13·- ὁ Ἡσύχ.: «[[κατήφεια]]· [[αἰσχύνη]]. [[αἰδώς]]. [[στυγνότης]]. [[ὄνειδος]]. [[ἀνία]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> honte;<br /><b>2</b> découragement;<br /><b>3</b> tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. and Ep. κατηφ-είη, ἡ, (κατηφής)
A dejection (λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα Plu.2.528e), δυσμενέσιν μὲν χάρμα κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il.3.51; κ. καὶ ὄνειδος 16.498, 17.556; κ. τέ τις ἅμα καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Th.7.75; opp. χαρά, Ep.Jac.4.9; δυσθυμία καὶ κ. Plu.Them.9; τὴν βουλὴν ἄχος καὶ κ. ἔσχε Id.Cor.20, cf. D.H.3.19, Corn.ND28, Charito 6.8; κ. καὶ σύννοια Ph.2.204; κ. καὶ ὀϊζύς Rhian. 1.8.
German (Pape)
[Seite 1401] ἡ, ep. u. ion. κατηφείη, das Niederschlagen der Augen, die Beschämung, Demüthigung, Schaam; δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il. 3, 51; καὶ ὄνειδος 17, 556. 16, 498; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 205. Auch in späterer Prosa, καὶ δυσθυμία, Niedergeschlagenheit, Plut. Them. 9, καὶ ἄχος Coriol. 20, καὶ σιωπή Public. 6; Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατήφεια: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -είη ἢ -ίη ῑ, ἡ, (κατηφής)·― λύπη, θλῖψις μετ’ αἰσχύνης, βαρυθυμία, τὸ καταιβάζειν τὰ ὄμματα, σκυθρωπότης, (λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα Πλούτ. 2. 528Ε)· ὁ Ὅμηρ. ἀντιτίθησι τῇ χαρᾷ καὶ συνάπτει τῷ ὀνείδει, δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Ἰλ. Γ. 51· κατ. καὶ ὄνειδος Π. 498, Ρ. 556· κ. τέ τις καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Θουκ. 7. 75· δυσθυμία καὶ κ. Πλουτ. Θεμιστ… 9· ἄχος καὶ κ. δεινὴ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 20· κ. καὶ σύννοια Φίλων 2. 204· κατηφίη καὶ ὀϊζὺς Ριανὸς παρὰ Στοβ. 54. 13·- ὁ Ἡσύχ.: «κατήφεια· αἰσχύνη. αἰδώς. στυγνότης. ὄνειδος. ἀνία».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 honte;
2 découragement;
3 tristesse.
Étymologie: κατηφής.