δύσθεος: Difference between revisions
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσθεος''': -ον, ὡς τὸ ἄθεος, [[ἄνευ]] θεοῦ, [[ἀσεβής]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1590, Χο. 46, κτλ.· δ. [[μίσημα]], [[πρᾶγμα]] μισητὸν εἰς τοὺς θεούς, Σοφ. Ἠλ. 289. | |lstext='''δύσθεος''': -ον, ὡς τὸ ἄθεος, [[ἄνευ]] θεοῦ, [[ἀσεβής]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1590, Χο. 46, κτλ.· δ. [[μίσημα]], [[πρᾶγμα]] μισητὸν εἰς τοὺς θεούς, Σοφ. Ἠλ. 289. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />impie.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[θεός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A godless, ungodly. A.Ag.1590, Ch.46 (lyr.); ὦ δ. μίσημα S.El.289. 2 miserable, wretched, μισθὸς εὐσεβίης AJA17.170 (Cyrene, written δύσθιον).
German (Pape)
[Seite 681] gottlos, Aesch. Ch. 46 u. öfter; gottverhaßt, μίσημα, Soph. El. 281.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθεος: -ον, ὡς τὸ ἄθεος, ἄνευ θεοῦ, ἀσεβής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1590, Χο. 46, κτλ.· δ. μίσημα, πρᾶγμα μισητὸν εἰς τοὺς θεούς, Σοφ. Ἠλ. 289.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impie.
Étymologie: δυσ-, θεός.