κομήτης: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομήτης''': -ου, ὁ, ([[κομάω]]) ὁ τρέφων μακρὰν κόμην, κομῶν, ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἐπὶ ἀκολάστων ἠθῶν ἀνθρώπων Ἀριστοφ. Νεφ. 348, 1101, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[κομάω]])· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὁ ἔχων τρίχας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φαλακρός]], Πλάτ. Πολ. 454C, πρβλ. Γοργ. 542C· [[ὡσαύτως]], κ. τὰ σκέλη Λουκ. Διόνυσ. 2. 2) μεταφ., ἰὸς κ., [[βέλος]] [[μετὰ]] πτερῶν, Σοφ. Τρ. 567· λειμὼν κ., [[λιβάδιον]] ποῶδες, μὲ πρασινάδα, Εὐρ. Ἱππ. 211· [[θύρσος]] κισσῷ [[κομήτης]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1055. ΙΙ. [[κομήτης]], [[μετὰ]] τοῦ ἀστὴρ ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], «[[κομήτης]]» ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6 κἑξ., κτλ.· πρβλ. [[κόμη]] ΙΙΙ. | |lstext='''κομήτης''': -ου, ὁ, ([[κομάω]]) ὁ τρέφων μακρὰν κόμην, κομῶν, ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἐπὶ ἀκολάστων ἠθῶν ἀνθρώπων Ἀριστοφ. Νεφ. 348, 1101, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[κομάω]])· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὁ ἔχων τρίχας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φαλακρός]], Πλάτ. Πολ. 454C, πρβλ. Γοργ. 542C· [[ὡσαύτως]], κ. τὰ σκέλη Λουκ. Διόνυσ. 2. 2) μεταφ., ἰὸς κ., [[βέλος]] [[μετὰ]] πτερῶν, Σοφ. Τρ. 567· λειμὼν κ., [[λιβάδιον]] ποῶδες, μὲ πρασινάδα, Εὐρ. Ἱππ. 211· [[θύρσος]] κισσῷ [[κομήτης]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1055. ΙΙ. [[κομήτης]], [[μετὰ]] τοῦ ἀστὴρ ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], «[[κομήτης]]» ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6 κἑξ., κτλ.· πρβλ. [[κόμη]] ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><b>1</b> qui porte de longs cheveux;<br /><b>2</b> couvert de poils;<br /><b>3</b> garni de plumes;<br /><b>4</b> couvert de feuilles <i>ou</i> de plantes.<br />'''Étymologie:''' [[κομάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (κομάω)
A wearing long hair, of the Persians, Orac. ap.Hdt.6.19; of dissolute men, Pherecr.14, Ar.Nu.348, 1101, etc.; ὁ ἐν Σάμῳ κ., prov. variously expld., Duris 62 J., etc.; also, simply, with hair on the head, opp. φαλακρός, Pl.R.454c, cf. Grg.524c; κ. τὰ σκέλη Luc.Bacch.2. 2 metaph., κ. ἰός a feathered arrow, S.Tr. 567; κ. λειμών a grassy meadow, E.Hipp.210 (anap.); θύρσος κισσῷ κομήτης Id.Ba.1055. II κομήτης, with or without ἀστήρ, ὁ, comet, Arist.Mete.343b5, Epicur.Ep.2p.52U., etc. III = τιθύμαλλος χαρακίας, Dsc.4.164.1.
German (Pape)
[Seite 1477] ὁ, der Behaarte, langes Haar Tragende; Ar. Nubb. 348 Lys. 661; κομήτης τούτου καὶ ὁ νεκρός Plat. Gorg. 524 c. – Uebertr., ἰὸς κομήτης, der befiederte Pfeil, Soph. Trach. 564; λειμών, die grasige Wiese (vgl. κόμη), Eur. Hipp. 210; θυρσὸς κισσῷ κομήτης Bacch. 1053. – Bes. sc. ἀστήρ, der Bartstern, Komet, Arist. Meteorl. 1, 6, Plut. Caes. 69 u. a. Sp. – S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
κομήτης: -ου, ὁ, (κομάω) ὁ τρέφων μακρὰν κόμην, κομῶν, ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἐπὶ ἀκολάστων ἠθῶν ἀνθρώπων Ἀριστοφ. Νεφ. 348, 1101, κτλ. (ἴδε ἐν λ. κομάω)· ἀλλ’ ὡσαύτως ἁπλῶς, ὁ ἔχων τρίχας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φαλακρός, Πλάτ. Πολ. 454C, πρβλ. Γοργ. 542C· ὡσαύτως, κ. τὰ σκέλη Λουκ. Διόνυσ. 2. 2) μεταφ., ἰὸς κ., βέλος μετὰ πτερῶν, Σοφ. Τρ. 567· λειμὼν κ., λιβάδιον ποῶδες, μὲ πρασινάδα, Εὐρ. Ἱππ. 211· θύρσος κισσῷ κομήτης ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1055. ΙΙ. κομήτης, μετὰ τοῦ ἀστὴρ ἢ ἄνευ αὐτοῦ, «κομήτης» ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6 κἑξ., κτλ.· πρβλ. κόμη ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ου;
1 qui porte de longs cheveux;
2 couvert de poils;
3 garni de plumes;
4 couvert de feuilles ou de plantes.
Étymologie: κομάω.