δρέπτω: Difference between revisions
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρέπτω''': ποιητ. ἀντὶ [[δρέπω]], [[κόπτω]], ἰδίως [[ὅπως]] συλλέξω, Ἐπ. παρατ. δρέπτον, Μόσχ. 2. 69· συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ, Ὀππ. Κ. 2. 38, Ἀνθ. Πλαν. 4. 231, κτλ. | |lstext='''δρέπτω''': ποιητ. ἀντὶ [[δρέπω]], [[κόπτω]], ἰδίως [[ὅπως]] συλλέξω, Ἐπ. παρατ. δρέπτον, Μόσχ. 2. 69· συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ, Ὀππ. Κ. 2. 38, Ἀνθ. Πλαν. 4. 231, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[δρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. for sq.,
A pluck, Ep.impf. δρέπτον Mosch.2.69:—more freq. in Med., Opp.C.2.38, APl. 4.231 (Anyte), etc.
German (Pape)
[Seite 666] p. = δρέπω, Mosch. 2, 69. – Med., Opp. Cyn. 2, 38 Anyte 3 (Plan. 231) u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δρέπτω: ποιητ. ἀντὶ δρέπω, κόπτω, ἰδίως ὅπως συλλέξω, Ἐπ. παρατ. δρέπτον, Μόσχ. 2. 69· συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ, Ὀππ. Κ. 2. 38, Ἀνθ. Πλαν. 4. 231, κτλ.
French (Bailly abrégé)
c. δρέπω.