ἀνατολή: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνατολή''': ποιητ. ἀντ-: ([[ἀνατέλλω]]) τὸ ἀνίσχειν, τὸ ἀνέρχεσθαι, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ἡλίου ὡς καὶ νῦν, [[συχν]]. κατὰ πληθ., ἀντολαὶ ἠελίοιο Ὀδ. Μ. 4· ἀπὸ ἀνατολᾶς ἁλίου [[μέχρι]] δύσεως Ἐπιγρ. Ἀργ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1123, καὶ ἀλλ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ἀστέρων (πρβλ. [[ἀνατέλλω]] ΙΙ.), ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα Αἰσχύλ. Πρ. 457, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 504: - [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑν. δύσεώς τε καὶ ἀνατολῆς ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων Πλάτ. Πολιτικ. 269A, πρβλ. Νόμ. 807E. 2) τὸ [[μέρος]] [[ὅθεν]] ἀνατέλλει ὁ [[ἥλιος]], ἡ [[ἀνατολή]]. Λατ. oriens, ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Ἡρόδ. 4. 8· ἡλίου πρὸς ἀνατολὰς Αἰσχύλ. Πρ. 707· μεταγ. [[ἄνευ]] τῆς λέξεως ἡλίου, πρὸς ἀνατολὰς Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. IV. 14, Πολύβ. 2. 14, 4, κτλ. 3) [[ὡσαύτως]], ὁ [[χρόνος]] τῆς ἀνατολῆς, περὶ Ὠρίωνος ἀνατολὴν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 2· ἀπὸ Πλειάδος ἀν. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 3. 4) κατὰ πληθ. [[ὡσαύτως]], αἱ πηγαὶ τοῦ ποταμοῦ, Πολύβ. 2. 17,4. ΙΙ. ἡ [[αὔξησις]], ὡς ἡ τῶν ὀδόντων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 4· ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τοῦ κατὰ τὴν ῥίζαν τῶν ὀνύχων, Πολύβ. 2. 146. | |lstext='''ἀνατολή''': ποιητ. ἀντ-: ([[ἀνατέλλω]]) τὸ ἀνίσχειν, τὸ ἀνέρχεσθαι, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ἡλίου ὡς καὶ νῦν, [[συχν]]. κατὰ πληθ., ἀντολαὶ ἠελίοιο Ὀδ. Μ. 4· ἀπὸ ἀνατολᾶς ἁλίου [[μέχρι]] δύσεως Ἐπιγρ. Ἀργ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1123, καὶ ἀλλ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ἀστέρων (πρβλ. [[ἀνατέλλω]] ΙΙ.), ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα Αἰσχύλ. Πρ. 457, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 504: - [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑν. δύσεώς τε καὶ ἀνατολῆς ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων Πλάτ. Πολιτικ. 269A, πρβλ. Νόμ. 807E. 2) τὸ [[μέρος]] [[ὅθεν]] ἀνατέλλει ὁ [[ἥλιος]], ἡ [[ἀνατολή]]. Λατ. oriens, ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Ἡρόδ. 4. 8· ἡλίου πρὸς ἀνατολὰς Αἰσχύλ. Πρ. 707· μεταγ. [[ἄνευ]] τῆς λέξεως ἡλίου, πρὸς ἀνατολὰς Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. IV. 14, Πολύβ. 2. 14, 4, κτλ. 3) [[ὡσαύτως]], ὁ [[χρόνος]] τῆς ἀνατολῆς, περὶ Ὠρίωνος ἀνατολὴν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 2· ἀπὸ Πλειάδος ἀν. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 3. 4) κατὰ πληθ. [[ὡσαύτως]], αἱ πηγαὶ τοῦ ποταμοῦ, Πολύβ. 2. 17,4. ΙΙ. ἡ [[αὔξησις]], ὡς ἡ τῶν ὀδόντων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 4· ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τοῦ κατὰ τὴν ῥίζαν τῶν ὀνύχων, Πολύβ. 2. 146. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> lever d’un astre :<br /><b>1</b> lever du soleil ; région du Levant, Orient;<br /><b>2</b> lever des astres;<br /><b>II.</b> source d’un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνατέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. ἀντ-, (ἀνατέλλω)
A rising above the horizon, of any heavenly body, e.g. the sun, freq. in pl., ἀντολαὶ ἠελίοιο Od.12.4, E.Ph.504:—also in sg., ἀπ' ἀνατολᾶς ἁλίου ἄχρι δύσεως IG4.606; δύσεώς τε καὶ ἀνατολῆς ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων Pl.Plt.269a, cf. Lg.807e; dist. from ἐπιτολή (q.v.), Gem.13.3. 2 = ἐπιτολή, A. Pr.457, Ag.7; περὶ Ὠρίωνος ἀνατολήν Arist.Mete.361b23; ἀπὸ Πλειάδος ἀ. Id.HA599b11. 3 the quarter of sunrise, east, opp. δύσις, freq. in pl., ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Hdt.4.8; ἡλίου πρὸς ἀντολάς A.Pr.707; without ἡλίου, πρὸς ἀνατολάς Thphr.HP9.15.2, Mon.Anc.Gr.14.12; πρὸς τὰς ἀ. Plb.2.14.4; ἀπὸ ἀνατολῶν LXX Nu.23.7, Ev.Matt.2.1, etc. b the ascendant, i.e. the point where the eastern horizon cuts the zodiac, Ptol.Tetr.20. c phase of new moon when 150 distant from sun, Cat.Cod.Astr.8(4).204, Paul.Al.G.3. 4 in pl., sources of a river, Plb.2.17.4. II growing, of the teeth, Arist. HA501b28; of the white at the root of the nails, Poll.2.146: pl., ἀγρὸς ἀνατολὰς καὶ βλάστας ἔχει Ph.1.68, cf. LXXJe.23.5, al.
German (Pape)
[Seite 211] p. ἀντολή, ἡ, 1) der Aufgang, bes. der Sonne und des Mondes, ἀντολαὶ ἠελίοιο Od. 12, 4; Her. 4, 8; Plat. Polit. 269 a; bei den Tragg., doch selten, auch der Sterne; bei Pol. 2, 17, 4 Ursprung eines Flusses, wie Ael. N. A. 9, 29. – 2) die Gegend des Aufganges, der Morgen, gew. im plur., Pol. 2, 14 u. öfter; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατολή: ποιητ. ἀντ-: (ἀνατέλλω) τὸ ἀνίσχειν, τὸ ἀνέρχεσθαι, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ἡλίου ὡς καὶ νῦν, συχν. κατὰ πληθ., ἀντολαὶ ἠελίοιο Ὀδ. Μ. 4· ἀπὸ ἀνατολᾶς ἁλίου μέχρι δύσεως Ἐπιγρ. Ἀργ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1123, καὶ ἀλλ., ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἀστέρων (πρβλ. ἀνατέλλω ΙΙ.), ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα Αἰσχύλ. Πρ. 457, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 504: - ὡσαύτως καθ’ ἑν. δύσεώς τε καὶ ἀνατολῆς ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων Πλάτ. Πολιτικ. 269A, πρβλ. Νόμ. 807E. 2) τὸ μέρος ὅθεν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἡ ἀνατολή. Λατ. oriens, ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Ἡρόδ. 4. 8· ἡλίου πρὸς ἀνατολὰς Αἰσχύλ. Πρ. 707· μεταγ. ἄνευ τῆς λέξεως ἡλίου, πρὸς ἀνατολὰς Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. IV. 14, Πολύβ. 2. 14, 4, κτλ. 3) ὡσαύτως, ὁ χρόνος τῆς ἀνατολῆς, περὶ Ὠρίωνος ἀνατολὴν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 2· ἀπὸ Πλειάδος ἀν. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 3. 4) κατὰ πληθ. ὡσαύτως, αἱ πηγαὶ τοῦ ποταμοῦ, Πολύβ. 2. 17,4. ΙΙ. ἡ αὔξησις, ὡς ἡ τῶν ὀδόντων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 4· ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τοῦ κατὰ τὴν ῥίζαν τῶν ὀνύχων, Πολύβ. 2. 146.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. lever d’un astre :
1 lever du soleil ; région du Levant, Orient;
2 lever des astres;
II. source d’un fleuve.
Étymologie: ἀνατέλλω.