παραφάσσω: Difference between revisions
(6_20) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρᾰφάσσω''': παράπτομαι, ἐλαφρῶς [[ψαύω]] διὰ τῆς χειρός, Ἱππ. 565. 15· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, 597. 25., 647. 51, κατὰ τὴν διόρθωσιν τοῦ Foës. καὶ Littré· ― [[ἐντεῦθεν]]: παραφάσιες, τὰ ἐσωτερικὰ μέρη τοῦ γυναικείου αἰδοίου, «[[ἐντεῦθεν]] δὲ καὶ τοὺς κρυπτοὺς τόπους τοὺς κατὰ τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]] παραφάσιας ὀνομάζουσι» Γαλην. Γλῶσσαι Ἱπποκρ. σελ. 538, ἴδε Ἱππ. 633, 26, πρβλ. Littré, Ἱππ. 8, σ. 352. Πρβλ. εἰσαφάσσω. | |lstext='''παρᾰφάσσω''': παράπτομαι, ἐλαφρῶς [[ψαύω]] διὰ τῆς χειρός, Ἱππ. 565. 15· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, 597. 25., 647. 51, κατὰ τὴν διόρθωσιν τοῦ Foës. καὶ Littré· ― [[ἐντεῦθεν]]: παραφάσιες, τὰ ἐσωτερικὰ μέρη τοῦ γυναικείου αἰδοίου, «[[ἐντεῦθεν]] δὲ καὶ τοὺς κρυπτοὺς τόπους τοὺς κατὰ τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]] παραφάσιας ὀνομάζουσι» Γαλην. Γλῶσσαι Ἱπποκρ. σελ. 538, ἴδε Ἱππ. 633, 26, πρβλ. Littré, Ἱππ. 8, σ. 352. Πρβλ. εἰσαφάσσω. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />[[αγγίζω]], [[ψηλαφίζω]], [[χαϊδεύω]] [[ελαφρά]] ή [[κρυφά]], [[ιδίως]] το γυναικείο [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀφάσσω]] «[[ψηλαφώ]]»].———————— <b>(II)</b><br />Α<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] διαστρεβλωμένα, άτοπα, εσφαλμένα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[παραφρονώ]], [[είμαι]] [[τρελός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φάσσω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>φάω</i> «[[φωτίζω]], [[φέγγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλλο</i>-<i>φάσσω</i>, <i>δια</i>-<i>φάσσω</i>, <i>παι</i>-<i>φάσσω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φαι</i>-<i>φάσσω</i>) και λατ. <i>fax</i>, <i>facis</i> «[[δάδα]], [[πυρσός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A feel gently with the finger, Hp.Nat.Mul.6 :—Med., Id.Mul.1.13 :—hence παρ-αφάσιες, αἱ, interior of the pudenda muliebria, ib.2.171, cf. Gal.19.128.
παρα-φάσσω,
A = ἀλλοφάσσω, Gal.19.128.
German (Pape)
[Seite 505] daneben, an der Seite anfassen od. berühren, leicht od. heimlich berühren, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰφάσσω: παράπτομαι, ἐλαφρῶς ψαύω διὰ τῆς χειρός, Ἱππ. 565. 15· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, 597. 25., 647. 51, κατὰ τὴν διόρθωσιν τοῦ Foës. καὶ Littré· ― ἐντεῦθεν: παραφάσιες, τὰ ἐσωτερικὰ μέρη τοῦ γυναικείου αἰδοίου, «ἐντεῦθεν δὲ καὶ τοὺς κρυπτοὺς τόπους τοὺς κατὰ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον παραφάσιας ὀνομάζουσι» Γαλην. Γλῶσσαι Ἱπποκρ. σελ. 538, ἴδε Ἱππ. 633, 26, πρβλ. Littré, Ἱππ. 8, σ. 352. Πρβλ. εἰσαφάσσω.
Greek Monolingual
(I)
Α
αγγίζω, ψηλαφίζω, χαϊδεύω ελαφρά ή κρυφά, ιδίως το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀφάσσω «ψηλαφώ»].———————— (II)
Α
1. μιλώ διαστρεβλωμένα, άτοπα, εσφαλμένα
2. συνεκδ. παραφρονώ, είμαι τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ(α)- + -φάσσω (< φαίνω < φάω «φωτίζω, φέγγω»), πρβλ. ἀλλο-φάσσω, δια-φάσσω, παι-φάσσω (< φαι-φάσσω) και λατ. fax, facis «δάδα, πυρσός»].