ἀπολαλέω: Difference between revisions
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
(6_22) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολαλέω''': φλυαρῶ, μωρολογῶ, Λουκ. Νιγρ. 22, ἀλλ. ὁ [[Πολυδ]]. (Β΄, 127) ἀναφέρει τὸ [[ῥῆμα]] καὶ μετ' ἄλλης σημασίας: «ἀπειπεῖν, ἀπαγορεῦσαι, Ἰσαῖος δὲ ἀπειρηκὼς ἔφη, [[οἷον]] ἀπολελαληκώς». | |lstext='''ἀπολαλέω''': φλυαρῶ, μωρολογῶ, Λουκ. Νιγρ. 22, ἀλλ. ὁ [[Πολυδ]]. (Β΄, 127) ἀναφέρει τὸ [[ῥῆμα]] καὶ μετ' ἄλλης σημασίας: «ἀπειπεῖν, ἀπαγορεῦσαι, Ἰσαῖος δὲ ἀπειρηκὼς ἔφη, [[οἷον]] ἀπολελαληκώς». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />parler à tort et à travers, bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λαλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A blurt out, πρός τινα ὅτι J.AJ6.9.2, cf. Luc. Nigr.22, Poll.2.127.
German (Pape)
[Seite 310] aus-, hinschwatzen, Luc. Nigr. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολαλέω: φλυαρῶ, μωρολογῶ, Λουκ. Νιγρ. 22, ἀλλ. ὁ Πολυδ. (Β΄, 127) ἀναφέρει τὸ ῥῆμα καὶ μετ' ἄλλης σημασίας: «ἀπειπεῖν, ἀπαγορεῦσαι, Ἰσαῖος δὲ ἀπειρηκὼς ἔφη, οἷον ἀπολελαληκώς».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler à tort et à travers, bavarder.
Étymologie: ἀπό, λαλέω.