ὅμορος: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅμορος''': Ἰων. ὅμουρος, ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ὅρια μετά τινος, συνορεύων [[πρός]] τινα, [[γείτων]], τοῖσι Δωριεῦσι Ἡρόδ. 1. 57· τῇ Λιβύῃ 2. 65, κτλ.· ἀπολ., ὁμόρους ὄντας Θουκ. 6. 78· [[χώρα]] ὅμ. Δημ. 18. 5· ὅμ. [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] πρὸς γείτονας, ὁ αὐτ. 24. 10, πρβλ. 307. 17. 2) μεταφορ., [[παραπλήσιος]], πολὺ [[ὅμοιος]], ὅμοροι ὁ [[ἀνδρεῖος]] καὶ ὁ θρασὺς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 5, 2. 3) [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ. ὅμ. τινος, [[γείτων]] τινός, Ἰσοκρ. 300Α, πρβλ. Θουκ. 6. 78· οἱ ὅμοροι, οἱ γείτονες, Ἡρόδ. 1. 57, 134, Θουκ. 1. 15, κτλ.· κατὰ τὸ ὅμορον, [[ἕνεκα]] τῆς γειτονίας αὐτῶν, [[ἕνεκα]] τῆς γειτνιάσεως, ὁ αὐτ. 6, 88.
|lstext='''ὅμορος''': Ἰων. ὅμουρος, ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ὅρια μετά τινος, συνορεύων [[πρός]] τινα, [[γείτων]], τοῖσι Δωριεῦσι Ἡρόδ. 1. 57· τῇ Λιβύῃ 2. 65, κτλ.· ἀπολ., ὁμόρους ὄντας Θουκ. 6. 78· [[χώρα]] ὅμ. Δημ. 18. 5· ὅμ. [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] πρὸς γείτονας, ὁ αὐτ. 24. 10, πρβλ. 307. 17. 2) μεταφορ., [[παραπλήσιος]], πολὺ [[ὅμοιος]], ὅμοροι ὁ [[ἀνδρεῖος]] καὶ ὁ θρασὺς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 5, 2. 3) [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ. ὅμ. τινος, [[γείτων]] τινός, Ἰσοκρ. 300Α, πρβλ. Θουκ. 6. 78· οἱ ὅμοροι, οἱ γείτονες, Ἡρόδ. 1. 57, 134, Θουκ. 1. 15, κτλ.· κατὰ τὸ ὅμορον, [[ἕνεκα]] τῆς γειτονίας αὐτῶν, [[ἕνεκα]] τῆς γειτνιάσεως, ὁ αὐτ. 6, 88.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui confine à, limitrophe de, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ὅρος]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅμορος Medium diacritics: ὅμορος Low diacritics: όμορος Capitals: ΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: hómoros Transliteration B: homoros Transliteration C: omoros Beta Code: o(/moros

English (LSJ)

Ep. and Ion. ὅμουρος, ον,

   A having the same borders with, marching with, τοῖσι Δωριεῦσι Hdt.1.57 ; τῇ Λιβύῃ Id.2.65, etc.: abs., Aristeas Epic.3, Th.6.78 ; χώρα ὅ. D.2.1 ; ὅ. πόλεμος a war with neighbours, ib.21,18.241 ; τὰ ὅ. τῶν πόλεων the suburbs, LXX Nu.35.5.    2 metaph., bordering on, closely resembling, ὅμοροι ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ θρασύς Arist.EE1232a25 ; ὅμορος οὖσα τῇ αἰσθητῇ φύσει Plot.4.8.7.    3 as Subst., ὅ. τινῶν their neighbours, Isoc.14.18, cf. Th.2.85 ; οἱ ὅ. neighbouring people, Id.1.15, etc.; κατὰ τὸ ὅ. διάφοροι because of their neighbourhood, Id.6.88.

German (Pape)

[Seite 339] angränzend, Gränznachbar; Thuc. 1, 15. 6, 2; Xen. öfter; Isocr. 3, 34; χώρα, Dem. 1, 5. 2, 1, öfter, u. Folgde; – τὸ ὅμορον, das Angränzen, τοῖς Συρακουσίοις ἀεὶ κατὰ τὸ ὅμορον διάφοροι, Thuc. 6, 88.

Greek (Liddell-Scott)

ὅμορος: Ἰων. ὅμουρος, ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ὅρια μετά τινος, συνορεύων πρός τινα, γείτων, τοῖσι Δωριεῦσι Ἡρόδ. 1. 57· τῇ Λιβύῃ 2. 65, κτλ.· ἀπολ., ὁμόρους ὄντας Θουκ. 6. 78· χώρα ὅμ. Δημ. 18. 5· ὅμ. πόλεμος, πόλεμος πρὸς γείτονας, ὁ αὐτ. 24. 10, πρβλ. 307. 17. 2) μεταφορ., παραπλήσιος, πολὺ ὅμοιος, ὅμοροι ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ θρασὺς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 5, 2. 3) ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ. ὅμ. τινος, γείτων τινός, Ἰσοκρ. 300Α, πρβλ. Θουκ. 6. 78· οἱ ὅμοροι, οἱ γείτονες, Ἡρόδ. 1. 57, 134, Θουκ. 1. 15, κτλ.· κατὰ τὸ ὅμορον, ἕνεκα τῆς γειτονίας αὐτῶν, ἕνεκα τῆς γειτνιάσεως, ὁ αὐτ. 6, 88.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui confine à, limitrophe de, gén. ou dat..
Étymologie: ὁμός, ὅρος.