ἀποκαθίζω: Difference between revisions
From LSJ
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκαθίζω''': κάθημαί που ἢ εἰς παράμερον θέσιν, ἀποκαθίσας ἐν τῷ γυμνασίῳ Πολύβ. 31. 10, 3. ΙΙ. [[καθίζω]] [[ὅπου]] τύχῃ [[ὅπως]] ἀναπαυθῶ, [[ὥσπερ]] ὁδοιπόρου δι’ ἀσθένειαν [[πολλάκις]] ἀποκαθίζοντος Πλούτ. 2. 649Β. | |lstext='''ἀποκαθίζω''': κάθημαί που ἢ εἰς παράμερον θέσιν, ἀποκαθίσας ἐν τῷ γυμνασίῳ Πολύβ. 31. 10, 3. ΙΙ. [[καθίζω]] [[ὅπου]] τύχῃ [[ὅπως]] ἀναπαυθῶ, [[ὥσπερ]] ὁδοιπόρου δι’ ἀσθένειαν [[πολλάκις]] ἀποκαθίζοντος Πλούτ. 2. 649Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. ao.</i> ἀποκαθίσας;<br />s’asseoir à terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[καθίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A sit apart, of a judge, ἐν τῷ γυμνασίῳ Plb.31.6.3. II sit down, Plu.2.649c; of the uterus, slip down, Sor. 2.85.
German (Pape)
[Seite 305] (s. ἵζω), sich niederlassen, ἀποκαθίσας Pol. 31, 10, in der Entfernung; um auszuruhen, ὁδοιπόρου δι' ἀσθένειαν πολλάκις ἀποκαθίζοντος Plut. Symp. 3, 2, 2. – Med. s. ἀποκάθημαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαθίζω: κάθημαί που ἢ εἰς παράμερον θέσιν, ἀποκαθίσας ἐν τῷ γυμνασίῳ Πολύβ. 31. 10, 3. ΙΙ. καθίζω ὅπου τύχῃ ὅπως ἀναπαυθῶ, ὥσπερ ὁδοιπόρου δι’ ἀσθένειαν πολλάκις ἀποκαθίζοντος Πλούτ. 2. 649Β.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἀποκαθίσας;
s’asseoir à terre.
Étymologie: ἀπό, καθίζω.