μεσεγγύημα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />gage déposé entre les mains d’un tiers.<br />'''Étymologie:''' [[μεσεγγυάω]].
|btext=ατος (τό) :<br />gage déposé entre les mains d’un tiers.<br />'''Étymologie:''' [[μεσεγγυάω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[μεσεγγύημα]] και [[μεσεγγύωμα]]) [[μεσεγγυώ]]<br />το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο [[στοιχείο]] ή και το [[ποσό]] χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο [[άτομο]] [[μέχρι]] την [[επίλυση]] της διαφοράς [[ανάμεσα]] σε αυτούς που το διεκδικούν.
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσεγγῠημα Medium diacritics: μεσεγγύημα Low diacritics: μεσεγγύημα Capitals: ΜΕΣΕΓΓΥΗΜΑ
Transliteration A: mesengýēma Transliteration B: mesengyēma Transliteration C: meseggyima Beta Code: meseggu/hma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A money or pledge deposited with a third party, X.ap.Poll.8.28, Aeschin.3.125, Hyp.Fr.254, App.BC2.19, BGU592ii9 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 137] τό, das bei einem Dritten niedergelegte Geld, die Bürgschaft, Aesch. 3, 125; Hyperid. bei Poll. 8, 28; App. B. C. 2, 19; s. Harpocr.; Isocr. 12, 13 hat Bekk. μεσεγγύωμα aufgenommen.

Greek (Liddell-Scott)

μεσεγγύημα: τό, χρήματα ἢ ἐνέχυρον κατατεθειμένα ἐν χερσὶ τρίτου, Αἰσχίν. 71. 18, Ὑπερείδ. καὶ Ξεν. παρὰ Πολυδ. Η΄, 28.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gage déposé entre les mains d’un tiers.
Étymologie: μεσεγγυάω.

Greek Monolingual

το (Α μεσεγγύημα και μεσεγγύωμα) μεσεγγυώ
το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο στοιχείο ή και το ποσό χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο άτομο μέχρι την επίλυση της διαφοράς ανάμεσα σε αυτούς που το διεκδικούν.