ζευγάριον: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />mauvais petit attelage, mauvaise paire de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[ζεῦγος]]. | |btext=ου (τό) :<br />mauvais petit attelage, mauvaise paire de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[ζεῦγος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζευγάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[ζεῦγος]], μικρό [[ζεύγος]] (λέγεται για [[ζεύγος]] νεαρών βοδιών που ζεύονται στο [[αλέτρι]]), σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim.of ζεῦγος,
A a puny pair or team, esp. of oxen, Ar.Av.582; ζ. βοεικόν Id.Fr.109; βοοῖν ib.387, cf. PCair.Zen.251.7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1137] τό, dim. von ζεῦγος, kleines, schlechtes Gespann, Ar. Av. 583 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγάριον: ᾰ, τὸ, ὑποκορ. τοῦ ζεῦγος, μικρὸν ζεῦγος, ἰδίως ἐπὶ βοῶν (ἀροτήρων), Ἀριστοφ. Ὄρν. 582· ζ. βοεικὸν ὁ αὐτὸς Ἀποσπ. 163· βοοῖν αὐτόθι 344.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mauvais petit attelage, mauvaise paire de bœufs.
Étymologie: ζεῦγος.
Greek Monotonic
ζευγάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ζεῦγος, μικρό ζεύγος (λέγεται για ζεύγος νεαρών βοδιών που ζεύονται στο αλέτρι), σε Αριστοφ.