τάραγμα: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />trouble.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br />trouble.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[τάραμα]] Ν [[ταράσσω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ταράζω]], ψυχική [[αναστάτωση]], [[ταραχή]] (α. «όταν άκουσε τα νέα μου τον έπιασε [[τάραγμα]]» β. «ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακίνηση]], [[ανακάτεμα]]<br /><b>2.</b> [[τράνταγμα]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[επιληψία]]<br />β) (για πυρετό) [[προσβολή]] που συνοδεύεται από ρίγη.
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάραγμα Medium diacritics: τάραγμα Low diacritics: τάραγμα Capitals: ΤΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: táragma Transliteration B: taragma Transliteration C: taragma Beta Code: ta/ragma

English (LSJ)

[τᾰ], ατος, τό,

   A disquietude, ἐν φρενῶν τ. πέπτωκα E.HF 1091, cf. 907 (lyr.); τ. δαιμόνιον D.H.8.52; πάθη καὶ ταράγματα Demetr.Lac.Herc.1012.27.

German (Pape)

[Seite 1069] τό, Unruhe, Verwirrung, ἐν φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Eur. Herc. Fur. 1091.

Greek (Liddell-Scott)

τάραγμα: [ᾰ], τό, = τῷ ἑπομ., ὡς δ’ ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1091, πρβλ. 907.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trouble.
Étymologie: ταράσσω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και τάραμα Ν ταράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταράζω, ψυχική αναστάτωση, ταραχή (α. «όταν άκουσε τα νέα μου τον έπιασε τάραγμα» β. «ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ανακίνηση, ανακάτεμα
2. τράνταγμα
3. ιατρ. α) επιληψία
β) (για πυρετό) προσβολή που συνοδεύεται από ρίγη.