μεταγινώσκω: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[μεταγιγνώσκω]]. | |btext=<i>c.</i> [[μεταγιγνώσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑM [[μεταγιγνώσκω]] και [[μεταγινώσκω]])<br />[[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[μετανοώ]], [[μεταμελούμαι]] («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]], [[καταλαβαίνω]] [[κάτι]] πολύ [[αργά]] («Ἄτας δ' ἀπάταν μεταγνούς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]] προηγούμενη [[απόφαση]] («μὴ μεταγνῶναι ὑμᾱς, τὰ προδεδογμένα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[αλλάζω]] [[γνώμη]] και [[κάτι]] διαφορετικό («ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι», <b>Θουκ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 145] spätere Form für μεταγιγνώσκω.
French (Bailly abrégé)
c. μεταγιγνώσκω.
Greek Monolingual
(ΑM μεταγιγνώσκω και μεταγινώσκω)
αλλάζω γνώμη, μετανοώ, μεταμελούμαι («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.)
αρχ.
1. γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι πολύ αργά («Ἄτας δ' ἀπάταν μεταγνούς», Αισχύλ.)
2. μεταβάλλω, τροποποιώ προηγούμενη απόφαση («μὴ μεταγνῶναι ὑμᾱς, τὰ προδεδογμένα», Θουκ.)
3. (με απρμφ.) αλλάζω γνώμη και κάτι διαφορετικό («ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι», Θουκ.).