φιτύω: Difference between revisions
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> φιτύσω, <i>ao.</i> ἐφίτυσα, <i>pf. inus.</i><br />ensemencer ; engendrer.<br />'''Étymologie:''' [[φῖτυ]]. | |btext=<i>f.</i> φιτύσω, <i>ao.</i> ἐφίτυσα, <i>pf. inus.</i><br />ensemencer ; engendrer.<br />'''Étymologie:''' [[φῖτυ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[φῑτυ]]<br /><b>1.</b> [[φυτεύω]], [[σπέρνω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] στη ζωή, [[δημιουργώ]] («[[ὅστις]] δ' ἀνωφέλητα φιτύει [[τέκνα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μεσ.</b> <i>φιτύομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) [[γεννώ]], [[τίκτω]] («Ἠὼς... Κεφάλῳ φιτύσατο [[υἱόν]]», <b>Ησίοδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. ύσω [ῡ], E.Alc.294: aor. ἐφίτῡσα (v. infr.):—
A sow, plant, beget, A.Pr.235, Supp.313, S.Ant.645, E. l. c.; ὁ φιτύσας πατήρ S.Aj.1296, Tr.311; also used by Pl., R.461a, Lg.879d, Criti.116c: —Med., of the woman, bear, Ἠὼς . . Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν Hes.Th. 986, cf. A.R.4.807, Opp.C.1.4; Ep. 2sg. fut. φιτύσεαι Mosch.2.160.
German (Pape)
[Seite 1290] = φυτεύω, säen, pflanzen, erzeugen; Tragg.: ἀϊστώσας γένος τὸ πᾶν ἔχρῃζεν ἄλλο φιτῦσαι νέον Aesch. Prom. 233; Suppl. 308; τίς δ' ὁ φιτύσας πατήρ Soph. Trach. 310; Ai. 1275; ὅστις δ' ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα Ant. 641; u. med., von der Frau, Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν Hes. Th. 986; seltener in Prosa, wu Plat. Rep. V, 461 a; φιτῦσαι καὶ τεκεῖν Legg. IX, 879 d.
Greek (Liddell-Scott)
φῑτύω: μέλλ. -ύσω [ῡ]· ἀόρ. ἐφίτῡσα· ― ὡς τὸ φυτεύω (ἴδε ἐν λ. φύω), σπείρω, γεννῶ, φέρω εἰς τὸ εἶναι, Αἰσχύλ. Πρ. 233, Ἱκέτ. 312, Σοφ. Αἴ. 1296, Ἀντιγ. 645, Τραχ. 311, Εὐρ. Ἄλκ. 294· ― ἴσως ὁπουδήποτε παρὰ πεζοῖς ἀπαντᾷ (Πλάτ. Πολ. 461Α, Νόμ. 879D, Κριτί. 116C), διορθωτέον διὰ τοῦ φυτεύω· διότι ὁ τύπος φιτύω φαίνεται ὅτι εἶναι ποιητικός, τιθέμενος ὁπόταν ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπῃ νὰ εἶναι μακρά· ― ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐπὶ γυναικῶν, τίκτω, Ἠώς... Κεφάλῳ φιτύσατο υἱὸν Ἡσ. Θεογ. 986, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 807, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 4· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. μέλλ. φιτύσεαι Μόσχ. 2. 160.
French (Bailly abrégé)
f. φιτύσω, ao. ἐφίτυσα, pf. inus.
ensemencer ; engendrer.
Étymologie: φῖτυ.
Greek Monolingual
Α φῑτυ
1. φυτεύω, σπέρνω
2. φέρνω στη ζωή, δημιουργώ («ὅστις δ' ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα», Σοφ.)
3. μεσ. φιτύομαι
(για γυναίκα) γεννώ, τίκτω («Ἠὼς... Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν», Ησίοδ.).