μύρτων: Difference between revisions
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος;<br /><i>adj. m.</i><br />délicat, efféminé.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]]. | |btext=ωνος;<br /><i>adj. m.</i><br />délicat, efféminé.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μύρτων]], ὁ (Α)<br />σκωπτική [[ονομασία]] μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κισσ</i>-<i>ών</i>, <i>κοπρ</i>-<i>ών</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ, (
A μύρτον 11) nickname of a debauchee, Luc.Lex.12.
German (Pape)
[Seite 222] ωνος, ὁ, Spottname eines Weichlings, Luc. Lexinh. 12.
Greek (Liddell-Scott)
μύρτων: -ωνος, ὁ, σκωπτικὸν ὄνομα θηλυδρίου, Λουκ. Λεξιφ. 12.
French (Bailly abrégé)
ωνος;
adj. m.
délicat, efféminé.
Étymologie: μύρτος.
Greek Monolingual
μύρτων, ὁ (Α)
σκωπτική ονομασία μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ων (πρβλ. κισσ-ών, κοπρ-ών)].