Περσικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(Bailly1_4)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> de Perse, persan, persique ; Περσικὴ [[ὄρνις]] AR oiseau de Perse, le coq;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ἡ Περσική ([[γῆ]]) la Perse;<br /><b>2</b> τὸ Περσικόν ([[ἔθνος]]) le peuple perse, le royaume de Perse ; (<i>s.e.</i> [[ἔθος]]) les coutumes des Perses ; (<i>s.e.</i> [[ὄρχημα]]) sorte de danse;<br /><b>3</b> τὰ Περσικά, écrits sur la Perse, histoire de Perse ; <i>ou</i> guerres contre les Perses ; <i>ou</i> trésors des Perses.<br />'''Étymologie:''' [[Πέρσης]]².
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> de Perse, persan, persique ; Περσικὴ [[ὄρνις]] AR oiseau de Perse, le coq;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ἡ Περσική ([[γῆ]]) la Perse;<br /><b>2</b> τὸ Περσικόν ([[ἔθνος]]) le peuple perse, le royaume de Perse ; (<i>s.e.</i> [[ἔθος]]) les coutumes des Perses ; (<i>s.e.</i> [[ὄρχημα]]) sorte de danse;<br /><b>3</b> τὰ Περσικά, écrits sur la Perse, histoire de Perse ; <i>ou</i> guerres contre les Perses ; <i>ou</i> trésors des Perses.<br />'''Étymologie:''' [[Πέρσης]]².
}}
{{lsm
|lsmtext='''Περσικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[περσικός]], <i>ἡ Περσικὴ</i> (ενν. [[χώρα]]), η Περσία, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Περσικαί</i>, <i>αἱ</i>, είδος λεπτού παπουτσιού ή παντόφλες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[Περσικός]], <i>ὁ</i>, ή <i>Περσικόν</i>, <i>τό</i>, το [[ροδάκινο]], Λατ. [[malum]] [[persicum]].4. Περσικὸς [[ὄρνις]], ο [[κοινός]] [[πετεινός]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὰ Περσικά</i>, οι Περσικοί Πόλεμοι, σε Πλάτ. κ.λπ.· σε προγενέστερους συγγραφείς αναφέρονται ως <i>τὰ Μηδικά</i>.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Περσικός Medium diacritics: Περσικός Low diacritics: Περσικός Capitals: ΠΕΡΣΙΚΟΣ
Transliteration A: Persikós Transliteration B: Persikos Transliteration C: Persikos Beta Code: *persiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Persian, ἡ Περσική (sc. χώρα) Persia, Hdt.4.39, etc. Adv. -

   A κῶς Ael.VH12.1.    2 Περσικαί, αἱ, slippers, Ar.Nu. 151; τὼ Περσικά (dual) Id.Lys.229.    3 ψιλὴ Π. Persian carpet, Callix.2.    4 Περσικός, ὁ, or Περσικόν, τό, peach, v. μηλέα, μῆλον (B):—also περσική, ἡ, peach-tree, Gal.12.76 (but = ἑλένιον, Dsc.1.28); Π. καρύα, ἡ, the Persian nut, walnut, IG22.1013.18, Thphr.HP3.6.2.    5 Π. ὄρνις the common cock, Ar.Av.485, 707; ὁ Π. alone, Cratin. 259.    6 Περσικόν, τό, a Persian dance, Ar.Th.1175; τὸ Π. ὠρχεῖτο X.An.6.1.10.    7 τὰ Π. the Persian war, Pl.Lg.642d, etc. (earlier called τὰ Μηδικά); but ὁ Π. πόλεμος the war with Perseus, Plb.3.3.8.    8 oriental, gorgeous, στολαί Men.24, cf. Hipparch.Com.1.5.

Greek (Liddell-Scott)

Περσικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Πέρσας, ἡ Περσικὴ (ἐξυπ. χώρα) ἡ Περσία, Ἡρόδ. 4. 39, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1. 2) Περσικαί, αἱ, εἶδος ὑποδημάτων γυναικείων, Ἀριστοφ. Νεφ. 151· τὼ Περσικὰ (δυϊκ.) ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 229. 3) ψιλὴ Π., εἶδος περσικοῦ τάπητος, Ἀθήν. 197Β. 4) Περσικός, ὁ, ἢ Περσικόν, τό, τὸ ῥοδάκινον, Λατ. malium Persicum, ἴδε ἐν λ. μηλέα, μῆλον (Β)· Π. καρύα, ἡ, ἡ καρύακάρυον, «καρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2. 5) Π. ὄρνις, ὁ κοινὸς ἀλεκτρυών, πετεινός, Ἀριστοφ. Ὄρν. 485, 707· καλεῖται καὶ ὁ Περσικὸς παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὥραις» 1. 6) Περσικόν, τό, εἶδος Περσικῆς ὀρχήσεως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1175, ἴδε Schneid. εἰς Ξεν. Ἀν. 6. 1, 10· πρβλ. ὄκλασμα. 7) τὰ Περσικά, ὁ Περσικὸς πόλεμος, Πλάτ. Νόμ. 643D, κτλ.· παλαιότεροι συγγραφεῖς ἐκάλουν τὸν πόλεμον τοῦτον τὰ Μηδικὰ· ― ἀλλὰ, ὁ Π. πόλεμος, ὁ πρὸς τὸν Περσέα πόλεμος, Πολύβ. 3. 3, 8. ― Ἴδε Μ. Πανταζῆ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Η΄, σ. 210. 8) Περσικὸς κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὸν πολυτελῆ, Περσικαὶ στολαὶ Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῖ» 4, πρβλ. Ἵππαρχον ἐν «Ἀνασῳζομένοις» 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. adj. de Perse, persan, persique ; Περσικὴ ὄρνις AR oiseau de Perse, le coq;
II. subst.
1 ἡ Περσική (γῆ) la Perse;
2 τὸ Περσικόν (ἔθνος) le peuple perse, le royaume de Perse ; (s.e. ἔθος) les coutumes des Perses ; (s.e. ὄρχημα) sorte de danse;
3 τὰ Περσικά, écrits sur la Perse, histoire de Perse ; ou guerres contre les Perses ; ou trésors des Perses.
Étymologie: Πέρσης².

Greek Monotonic

Περσικός: -ή, -όν,
1. περσικός, ἡ Περσικὴ (ενν. χώρα), η Περσία, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. Περσικαί, αἱ, είδος λεπτού παπουτσιού ή παντόφλες, σε Αριστοφ.
3. Περσικός, , ή Περσικόν, τό, το ροδάκινο, Λατ. malum persicum.4. Περσικὸς ὄρνις, ο κοινός πετεινός, στον ίδ.
5. τὰ Περσικά, οι Περσικοί Πόλεμοι, σε Πλάτ. κ.λπ.· σε προγενέστερους συγγραφείς αναφέρονται ως τὰ Μηδικά.