πολυχορδία: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />grand nombre de cordes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύχορδος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />grand nombre de cordes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύχορδος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[πολύχορδος]]<br /><b>1.</b> (για [[λύρα]]) [[πληθώρα]] χορδών, [[μεγάλος]] [[αριθμός]] χορδών<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[λύρα]]) η [[χρήση]] πολλών χορδών<br /><b>3.</b> μουσικό [[κομμάτι]] που εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές.
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχορδία Medium diacritics: πολυχορδία Low diacritics: πολυχορδία Capitals: ΠΟΛΥΧΟΡΔΙΑ
Transliteration A: polychordía Transliteration B: polychordia Transliteration C: polychordia Beta Code: poluxordi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the use of many strings in the lyre, Pl.R.399c, Phan.Hist.17, etc.: pl., Plu.2.661d.

German (Pape)

[Seite 677] ἡ, Menge von Saiten, Plat. Rep. III, 399 c u. Sp., wie Plut. Symp. 4, 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχορδία: ἡ, ἡ χρῆσις πολλῶν χορδῶν ἐν τῇ λύρᾳ, Πλάτ. Πολ. 399C, Ἀθήν. 352D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grand nombre de cordes.
Étymologie: πολύχορδος.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολύχορδος
1. (για λύρα) πληθώρα χορδών, μεγάλος αριθμός χορδών
2. (σχετικά με λύρα) η χρήση πολλών χορδών
3. μουσικό κομμάτι που εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές.