πειρατικός: Difference between revisions
ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de pirate.<br />'''Étymologie:''' [[πειρατής]]. | |btext=ή, όν :<br />de pirate.<br />'''Étymologie:''' [[πειρατής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πειρατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πειρατής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πειρατεία]] ή στους πειρατές, ο [[κουρσάρικος]] («πειρατικά πλοία»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πειρατικό</i><br />το [[πλοίο]] τών πειρατών, κουρσάρικο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πειρατικός]] [[σταθμός]]» — [[ραδιοφωνικός]] [[σταθμός]] ο [[οποίος]] λειτουργεί [[κρυφά]] και [[παράνομα]], [[χωρίς]] [[άδεια]] της αρμόδιας υπηρεσίας του κράτους που εποπτεύει τα ηλεκτρονικά [[μέσα]] επικοινωνίας και καθορίζει το [[μήκος]] κύματος στο οποίο εκπέμπουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[πειρατεία]] («[[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]] καὶ φύσει [[πειρατικός]]», Αχιλλ. Τάτ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ πειρατικόν</i><br />το [[σύνολο]] τών πειρατών, οι πειρατές<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πειρατικά</i><br />[[συμμορία]] πειρατών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πειρατικά</i> / [[πειρατικῶς]] ΝΑ<br />με τρόπο πειρατικό<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειραστικῶς]], δοκιμαστικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for piracy, Ach.Tat.2.17 ; piratical, σκάφη Ph.2.567 ; πόλεμος Plu.Pomp. 30 ; τὸ π. ἅπαν ib.45 ; πλάνη Vett. Val.288.3 ; τὰ π. gangs of pirates,IG22.1225.13, Str.14.5.2, Plu.2.779a. Adv. -κῶς Ph.1.664 (Comp.) (also, = πειραστικῶς, Procl. in Prm. p.774S. (s.v.l.)).
German (Pape)
[Seite 546] seeräuberisch, νῆες, Plut. Pomp. 45 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πειρᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος εἰς πειρατείαν, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 17· ὁ ἀνήκων εἰς πειρατάς, Πλουτ. Πομπ. 30. 45· τὰ πειρατικά, συμμορία πειρατῶν, Στράβ. 668, Πλούτ. 2. 779Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν πειρατῶν, Φίλων 1, 664.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de pirate.
Étymologie: πειρατής.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πειρατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πειρατής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πειρατεία ή στους πειρατές, ο κουρσάρικος («πειρατικά πλοία»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πειρατικό
το πλοίο τών πειρατών, κουρσάρικο
2. φρ. «πειρατικός σταθμός» — ραδιοφωνικός σταθμός ο οποίος λειτουργεί κρυφά και παράνομα, χωρίς άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας του κράτους που εποπτεύει τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας και καθορίζει το μήκος κύματος στο οποίο εκπέμπουν
αρχ.
1. ο κατάλληλος για πειρατεία («εὔρωστος τὸ σῶμα καὶ φύσει πειρατικός», Αχιλλ. Τάτ.)
2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πειρατικόν
το σύνολο τών πειρατών, οι πειρατές
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πειρατικά
συμμορία πειρατών.
επίρρ...
πειρατικά / πειρατικῶς ΝΑ
με τρόπο πειρατικό
αρχ.
πειραστικῶς, δοκιμαστικά.