ὀκρυόεις: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br />qui donne le frisson, effrayant, horrible.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth., [[κρυόεις]]. | |btext=όεσσα, όεν;<br />qui donne le frisson, effrayant, horrible.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth., [[κρυόεις]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=εσσα, εν ([[κρύος]]): chilling, [[horrible]], Il. 9.64 and Il. 6.344. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = κρυόεις, chilling, horrible, πολέμου . . ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Il.9.64 ; ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης (Helen loq.) 6.344 ; ὀ. φόβος A.R.2.607 ; ὀ. βᾶρις, of Charon's boat, AP7.67 (Leon.) ; ἀταρπιτὸς ὀ. Parm.(?)20 ; ὀκρυόειν ἔδαφος Eleg.Alex.Adesp. 1.7. (Freq. confused with ὀκρυόεις : ὀκρυόεις may have arisen from an early mistake in the division of words in Hom. (leg. ἐπιδημίοο κρυόεντος, κακομηχάνοο κ.) ; or ὀκ. may be cogn. with Skt. άσρυ, Lith. ašara 'tear', and the Adj. would then mean tearful.)
German (Pape)
[Seite 317] εσσα, εν (κρύος), wie κρυερός, kalt, Schauder erregend, fürchterlich; πόλεμος, Il. 9, 64; auch Helena sagt von sich ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης, 6, 344; oft bei sp. D.; φόβος, Ap. Rh. 2, 607; ὀκρυόεσσα βᾶρις, vom Nachen des Charon, Leon. Tar. 59 (VII, 67), u. so öfter von Allem, was sich auf Tod und Unterwelt bezieht; es ist übrigens oft mit ὀκριόεις verwechselt, mit dem es allerdings auch einige Aehnlichkeit in der Bedeutung hat, obgleich es nie von körperlicher Rauhheit oder Unebenheit gebraucht wird.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκρυόεις: εσσα, εν, ἀντὶ κρυόεις μετὰ εὐφων. ο, = κρυερός, «κρύος», ψυχρός, τρομερός, πολέμου ... ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Ἰλ. Ι. 64· κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Ζ. 344· οὕτως, ὀκρ. φόβος Ἀπολλ. Ρόδ. Β 607· ὀκρυόεσσα βᾶρις, ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, Ἀνθ. Π. 7. 67. (ὀκρυόεις καὶ ὀκριόεις συχνάκις συγχέονται, ἴδε Heyne εἰς Ἰλ. Τ. 4. 649). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀκρυόεν· φρικῶδες».
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
qui donne le frisson, effrayant, horrible.
Étymologie: ὀ- prosth., κρυόεις.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (κρύος): chilling, horrible, Il. 9.64 and Il. 6.344.