προσκατασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=préparer, construire, équiper <i>ou</i> instituer en outre;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσκατασκευάζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατασκευάζω]].
|btext=préparer, construire, équiper <i>ou</i> instituer en outre;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσκατασκευάζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατασκευάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], [[παρασκευάζω]] ή [[ετοιμάζω]] επί [[πλέον]] (α. «[[προσκατασκευάζω]] πόλεις πόλεσι», <b>Ιώσ.</b><br />β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[αποδεικνύω]] επιπροσθέτως<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσκατασκευάζομαι</i><br />[[προμηθεύω]] για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι («προσκατασκευάζεσθαι ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατασκευάζω Medium diacritics: προσκατασκευάζω Low diacritics: προσκατασκευάζω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: proskataskeuázō Transliteration B: proskataskeuazō Transliteration C: proskataskevazo Beta Code: proskataskeua/zw

English (LSJ)

   A furnish or prepare besides, ἐμπόριον D.20.33; θησαυρόν another granary, PCair.Zen.509.9 (iii B.C.); πύλας, τριήρεις, D.S.11.21,43, etc.; δυνάστην π. τινά set him up besides, Plb.21.11.6; build in addition to or beside, οἰκήματα οἰκήμασι, πόλεις πόλεσι, J.AJ8.5.2, 8.6.1:—Med., procure for oneself, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Arist.Top.118a13; φρούριον J.AJ15.9.4:— Pass., ὄνειδος -σκευασθῆναι τῇ πόλει D.19.78, cf. 23.189, IG12(8).51.10 (Imbros, ii B.C.).    II prove in addition, Alex.Aphr. in Metaph.260.32.

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu ausrüsten, einrichten; ἐμπόριον, Dem. Lpt. 32; auch ἐκ τῆς ἀπολογίας ὄνειδος προσκατασκευασθῆναι τῇ πόλει, Dem. 19, 78; einsetzen, Pol. 21, 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατασκευάζω: παρασκευάζω προσέτι, ἐμπόριον Δημ. 467. 9· πύλας, τριήρεις Διόδ. 1. 1. 21, 43, κτλ.· δυνάστην πρ. τινά, καθίστημι τίνα, Πολύβ. 21. 9, 6. ― Μέσ., προμηθεύω δι’ ἐμαυτόν, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 11. ― Παθ., Δημ. 365. 25., 683. 23.

French (Bailly abrégé)

préparer, construire, équiper ou instituer en outre;
Moy. προσκατασκευάζομαι m. sign.
Étymologie: πρός, κατασκευάζω.

Greek Monolingual

Α
1. κατασκευάζω, παρασκευάζω ή ετοιμάζω επί πλέον (α. «προσκατασκευάζω πόλεις πόλεσι», Ιώσ.
β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.)
2. αποδεικνύω επιπροσθέτως
3. μέσ. προσκατασκευάζομαι
προμηθεύω για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι («προσκατασκευάζεσθαι ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν», Αριστοτ.).