παναγής: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tout à fait saint, sacré.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἄγος]].
|btext=ής, ές :<br />tout à fait saint, sacré.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἄγος]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[παναγής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που βαρύνεται από [[άγος]], από ανίερη [[πράξη]], μιαρότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[μίασμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-[[αγής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[παναγής]], -ές (Α)<br />[[πάναγνος]], ιερότατος, [[πανάχραντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[εξαγνισμός]], [[σέβας]], [[ευλάβεια]]», για τις σημ. του [[άγος]] <b>βλ. λ.</b> [[άγιος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-[[αγής]]].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανᾰγής Medium diacritics: παναγής Low diacritics: παναγής Capitals: ΠΑΝΑΓΗΣ
Transliteration A: panagḗs Transliteration B: panagēs Transliteration C: panagis Beta Code: panagh/s

English (LSJ)

ές,

   A all-hallowed, Call.Fr.1.36P.; κόρη (Cassandra) D. Chr.11.153; ἱέρειαι Poll.1.35, Hsch. (παναιεῖς cod.); ἱερωσύνη Jul. Or.5.160b (Sup.); ἱερεύς IG3.716; = Lat. sacrosanctus, of the Rom. Tribuni Plebis, D.H.6.89, 8.87, Plu. Cam.20.    II under an ἄγος, Philonid.5, Man.4.120.

German (Pape)

[Seite 455] ές, ganz geweiht, ganz heilig, ἱέρειαι, Poll. 1, 35; τὰ τῶν δημάρχων σώματα ἱερὰ εἶναι καὶ παναγῆ, D. Hal. 6, 89, öfter, wie Plut. – Aber Philonid. bei Poll. 9, 29 = ganz und gar mit Fluch belastet, verabscheuungswerth, wie Man. 4, 120.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰγής: ές. ὅλως ἡγιασμένος, ἱερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacosanctus, οὕτως ἐκαλοῦντο οἱ παρὰ Ρωμ. Tribuni Plebis, δήμαρχοι, Διον. Ἁλ. 6. 89., 8. 87, Πλουτ. Κάμιλλ. 20. π. ἱερεύς, ἱέρεια Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 6, Πολυδ. Α΄, 35. II. ὁ διατελῶν ὑπὸ ἄγος, παναγεῖς γενεὰν πορνοτελῶναι, Μεγαρῆς, δεινοί πατραλοῖαι Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait saint, sacré.
Étymologie: πᾶν, ἄγος.

Greek Monolingual

(I)
παναγής, -ές (ΑΜ)
αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσ-αγής].———————— (II)
παναγής, -ές (Α)
πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «εξαγνισμός, σέβας, ευλάβεια», για τις σημ. του άγος βλ. λ. άγιος), πρβλ. ευ-αγής].