περιδεής: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> très craintif, timoré : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><b>2</b> terrible.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δέος]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> très craintif, timoré : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><b>2</b> terrible.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δέος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] φόβο, [[έντρομος]], [[περίτρομος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προξενεί μεγάλο φόβο, [[φοβερός]], [[τρομερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[περιδεώς]] / [[περιδεῶς]], ΝΑ<br />με μεγάλο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέος]] «[[φόβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-<i>δεής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδεής Medium diacritics: περιδεής Low diacritics: περιδεής Capitals: ΠΕΡΙΔΕΗΣ
Transliteration A: perideḗs Transliteration B: perideēs Transliteration C: perideis Beta Code: perideh/s

English (LSJ)

ές, (δέος)

   A very timid or fearful, π. γενέσθαι Hdt.5.44, cf. And.4.40, Th.3.28, Isoc.2.23, Alciphr.2.4, etc.; τινι at a thing, Hdt. 7.15 ; τινος Pl.Ep.348b; π.μὴ . . Th.3.80. Adv.-εῶς in great fear, Id.6.83, etc.; πρός τινα π. σχεῖν Isoc.9.58.

German (Pape)

[Seite 572] ές, sehr furchtsam; Her. 5, 44. 7, 15; mit folgendem μή, Thuc. 3, 80; Andoc. 4, 40; περιδεεῖς ψυχαί, Isocr. 4, 151, vgl. 2, 23; und adv., περιδεῶς ὑποπτεύειν, Thuc. 9, 83; Plat. Ep. VII, 348 b u. Folgde, wie Pol. 4, 78, 11.

Greek (Liddell-Scott)

περιδεής: -ές, (δέος) σφόδρα πεφοβημένος, πλήρης φόβου, π. γενέσθαι Ἡρόδ. 5. 44· τινι ὁ αὐτ. 7. 15· τινος Θουκ. 3. 38, Πλάτ. Ἐπιστ. 348Β· π. μή.., Θουκ. 3. 80, Ἀνδοκ. 34. 22. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐν μεγάλῳ φόβῳ, Θουκ. 6. 83, κτλ.· π. ἔχειν πρός τινα Ἰσοκρ. 200Ε. ΙΙ. ὁ ἐμποιῶν μέγαν φόβον, λίαν φοβερός, ὁ αὐτ. 19C, Ἀλκίφρων 2. 4.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 très craintif, timoré : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn ou de qch;
2 terrible.
Étymologie: περί, δέος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, περίτρομος
αρχ.
αυτός που προξενεί μεγάλο φόβο, φοβερός, τρομερός.
επίρρ...
περιδεώς / περιδεῶς, ΝΑ
με μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. εν-δεής].